Πέρασαν έξι μήνες από τη μέρα που έκλεισες την πόρτα κι έφυγες, βιαστικός όπως πάντα. Μ ‘ένα βλέμμα που πραγματικά με σκότωσε. Έξι ολόκληροι μήνες.
Κλείστηκα στο σπίτι, δεν ήθελα να βλέπω κανέναν. Δεν ήθελα να μπει κανείς εδώ μέσα.
Ξαπλωμένη όλη μέρα από την αριστερή πλευρά του κρεβατιού που κοιμόσουν.
Ένιωθα ακόμα τα χέρια σου γύρω από το κορμί μου και την ανάσα σου στο λαιμό μου. Κοιτούσα τις παρτιτούρες σου πεταμένες από ‘δω κι από ‘κει. Μύριζα την κολόνια σου από την κρεβατοκάμαρα μέχρι την εξώπορτα. Τον σκέτο σου καφέ επάνω στο τραπέζι. Τα δισκάκια σου που δεν έχω σταματήσει να ακούω και τη φωνή σου κάθε φορά που σηκώνω το τηλέφωνο.
Σήμερα όμως μου λείπεις περισσότερο από προχτές και χτες. Μόνο εσένα μπορούσα ν’αγαπώ έτσι όπως κανείς δεν με έχει διδάξει.
Χωρίς απαίτηση, χωρίς προσδοκία, χωρίς γκρίνια.
Έμαθα να λυγίζω στην άγνοια και την αδυναμία μου. Να αποζητώ το δικό σου καλό αλλά και το δικό μου, χωρίς να θυμώνω όταν τα δύο αυτά δεν συμπίπτουν. Να δέχομαι να μη με καταλαβαίνεις, όπως το εννοώ εγώ. Να δέχομαι να μη σε καταλαβαίνω, όπως το εννοείς εσύ.
Να σε θαυμάζω χωρίς να υπολογίζω πως θα σε κακομάθω.
Να γίνομαι περισσότερο σπλαχνική παρά δίκαιη.
Να μη σου φωνάξω ποτέ πως μετάνιωσα. Γιατί μετάνιωσα που σ’έδιωξα. Που σε άφησα να φύγεις.
Τέρμα πια.
Δεν έχει νόημα να νοσταλγώ τις αγκαλιές σου. Δεν έχει νόημα να ψάχνω για τη μυρωδιά της κολόνιας σου. Πρέπει να σταματήσω να ακούω τη μουσική σου και να χαζεύω με τις ώρες τις σημειώσεις που ξέχασες. Να σταματήσω να πίνω τον καφέ μου χωρίς ζάχαρη και γάλα.
Και κάθε φορά που στο τηλέφωνο δεν είσαι εσύ, ο αδερφός μου εκνευρίζεται που τον φωνάζω με το όνομά σου.
Δε θα σε νοσταλγήσω άλλο. Η νοσταλγία σε μαλακώνει και γίνεσαι ευάλωτος. Θέλω να φανώ δυνατή.
Γιατί ξέρω ότι όσο ο χρόνος περνάει, όσο οι ώρες και οι μέρες θα περνάνε, όλα αυτά θα ξεθωριάζουν. Και κάποια στιγμή θα εξανεμιστούν.
Ο χρόνος δε σκοτώνεται, σκοτώνει. Γιατί πάντα έτσι γίνεται κι έτσι θα συνεχίσει.