Ξημερώματα Σαββάτου, μήνας Ιανουάριος, σε ένα δυάρι στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Η Μαρίνα κουμπώνει βιαστικά το φόρεμά της, περνάει το φουλάρι στο λαιμό της. Ο Άγγελος ξαπλωμένος στον καναπέ ανάβει τσιγάρο.
Της το είπε ξεκάθαρα: «Τους εγωισμούς σου και τις αγάπες σου κράτα τα για τον εαυτό σου, αυτά δεν είναι για μας. Εμείς είμαστε αλλιώτικοι απ‘ τους άλλους. Φύγε όποτε θες κι έλα όποτε θες πίσω. Εδώ θα είμαι.
Κάνε έρωτα με όποιον θες κι έλα πάλι εδώ να ξαπλώσουμε αγκαλιά, να σε νιώθω δικιά μου μόνο για την ώρα που θα ‘μαστε μαζί. Μόνο μη μου κλέψεις κομμάτια μου, μη με κάνεις να σε ερωτευτώ και να σε θέλω δικιά μου όλες τις ώρες.
Δε θέλω να σε χρειάζομαι και να σε νοιάζομαι, γιατί αν το κάνουμε θα τα χάσουμε όλα μωρό μου τ ‘ακούς; Όλα.
Κι αν όλο αυτό πάψει να είναι παιχνίδι τί θα είναι μου λες; Θα είναι έρωτας ή αγάπη;»
Ο καθένας μας σε αυτή τη ζωή έχει κάποιον. Κάποιον που δένεται μαζί του απότομα, αποκτά μια οικειότητα την οποία δεν μπορεί να εξηγήσει και εξαρχής τον τρομάζει.
Είναι αυτοί που κάνουν σα δεκαπεντάχρονα και συναντιούνται στα κρυφά. Χάνονται για μήνες και μετά από καιρό είναι πάλι ξαπλωμένοι στο ίδιο κρεβάτι. Κορμιά που δεν ξυπνάνε μαζί. Δεν θέλουν είναι όλη μέρα μαζί. Κάνουν αδιάκριτες ερωτήσεις ο ένας τον άλλον.
Αποκαλύπτουν τα πιο κρυφά τους μυστικά. Δεν ψάχνουν τρόπο επικοινωνίας, γιατί ήδη έχουν βρει δικό τους κώδικα να επικοινωνούν.
Σ’ αυτόν τον κώδικα δεν κυριαρχούν τα ψεύτικα χαμόγελα και οι στημένες συμπεριφορές. Λένε τα πάντα με τον τρόπο και το ύφος που θέλουν. Και μετά θέλουν να απομακρυνθούν, θέλει να μείνει ο καθένας σπίτι του.
Δε ζητούν και δεν περιμένουν τίποτα ο ένας απ‘ τον άλλον αλλά ταυτόχρονα διατάζουν και υποτάσσονται και οι δύο. Δεν ζούνε ούτε στο παρελθόν ούτε στο μέλλον. Έχουν μόνο το παρόν και τους αρκεί.
Απεχθάνονται να γίνονται σκλάβοι της συνήθειας και της καθημερινότητας. Δε θέλουν ηρεμία κι ησυχία, θέλουν ελευθερία, κίνδυνο και αμαρτία. Είναι αυτοί που γουστάρουν να τσαλακώνονται.
Αυτοί οι έρωτες τα έχουν όλα. Κυριαρχεί το πάθος.
Ανεξάρτητα από το αν ο έρωτας είναι το μεγαλύτερο μυστήριο, ο άνθρωπος δεν παύει να θέλει να το ξεκλειδώσει. Μπορεί όμως; Ίσως και να μην έχει σημασία. Με το σώμα ερωτεύεσαι, ή με την καρδιά και την ψυχή; Έχει νόημα να τα ξεχωρίζουμε αυτά τα δυο; Το σώμα σου είναι πάντα σε συνεργασία με την ψυχή σου.
Δεν είναι όλα όπως τις ταινίες. Δεν υπάρχουν παραμύθια στην πραγματικότητα.
Όπως έλεγε κι ο Jeorge Bucay: «αν δεθείτε πολύ ο ένας με τον άλλον, ακόμα κι αν το κάνετε από αγάπη, όχι μόνο θα σέρνεστε στη ζωή σας, αλλά επιπλέον, αργά η γρήγορα θα αρχίσετε να πληγώνετε ο ένας τον άλλον. Να πετάτε μαζί, αλλά ποτέ δεμένοι. »
Η Μαρίνα ανοίγει βιαστικά την πόρτα και του ψιθυρίζει: «Έρωτας κι αγάπη; Αυτές είναι βαριές κουβέντες για να κρατήσουν περισσότερο από ένα μεθυσμένο βράδυ. Δεν θέλω να μου πεις για πάντα γιατί δε το πιστεύω. Δεν θέλω τη μαγεία, γιατί δεν υπάρχει.
Τα πράγματα είναι εύκολα, εμείς έχουμε την τάση να τα περιπλέκουμε. Δεν είναι καιροί τώρα για αγάπες. Δε θέλω να μ ‘αγαπήσεις.
Θέλω να με φιλάς, θέλω να μ ‘αγκαλιάζεις και να φεύγεις πριν το ξημέρωμα.»