Όσο κι αν κατηγορούμε την εποχή μας για οπισθοδρομικές αντιλήψεις κι όσο κι αν αυτό ισχύει, δεν μπορούμε να αρνηθούμε την πρόοδο που έχουμε κάνει σε ό,τι αφορά την εκπαίδευσή μας. Έναν αιώνα πριν δεν ήταν προτεραιότητα ούτε καν η βασική και στοιχειώδης και πλέον ελάχιστοι είναι εκείνοι που μένουν απλώς στο ένα πτυχίο, αφού διαρκώς αναζητούν το κάτι παραπάνω, που θα ανοίξει ορίζοντες αλλά και θέσεις εργασίες.
Πέρα, όμως, απ’ τους πτυχιούχους, υπάρχουν επίσης κι άτομα –ίσως κατά κύριο λόγο μεγαλύτερης ηλικίας– που ποτέ τους δε φοίτησαν σε κάποια σχολή ή πανεπιστήμιο, είναι ωστόσο πολύ καλοί επαγγελματίες στο αντικείμενό τους, αφού ξέρουν άψογα πώς να ράβουν, να χτίζουν σπίτια και να επισκευάζουν υδραυλικές κι ηλεκτρονικές βλάβες. Πολύ πιθανόν να απόκτησαν αυτές τις γνώσεις απ’ τους γονείς και τους παππούδες τους κι επίσης πολύ πιθανόν να τις μεταφέρουν κι οι ίδιοι στα παιδιά τους, αλλά πώς γίνεται αυτοί οι άνθρωποι να ‘χουν τις απαραίτητες γνώσεις, που να τους καθιστούν πραγματικά καλούς στη δουλειά τους, αν δεν έχουν πάρει ποτέ κάποιο πτυχίο;
Η απάντησή μας δεν μπορεί να ‘ναι απόλυτη, καθώς η γνώση αλλά κι η έμπνευση υπάρχουν παντού και μπορεί κάποιος να μη φοίτησε σε μια σχολή, αλλά να δούλεψε και να διάβασε πολύ πάνω στο αντικείμενό του, παίζουν κάποιο ρόλο και τα έμφυτα ταλέντα. Τις περισσότερες φορές, όμως, αυτό που καθιστά ανθρώπους, χωρίς θεωρητική εκπαίδευση, αυθεντίες πάνω σ’ ένα επάγγελμα είναι η ίδια η τριβή.
Όταν επαναλαμβάνουμε μια διαδικασία την γνωρίζουμε πλέον καλά, αυτή πρακτική εμπειρία, όμως, αρκεί να μας δώσει και τις αντίστοιχες γνώσεις ή η ίδια η θεωρία, αν μελετήσουμε δηλαδή πολύ ένα επάγγελμα, τα μυστικά και τις τεχνικές του μέσα από βιβλία και σεμινάρια, μας δίνει και την αντίστοιχη εμπειρία, ακόμα κι αν πρακτικά δεν έχουμε ακόμα έρθει σε επαφή με το κομμάτι αυτό;
Αρχικά, ας υποθέσουμε πως βρισκόμαστε στο πρώτο σενάριο, όπου εμείς τελειώνουμε το σχολείο με καλό βαθμό κι έχουμε την επιθυμία και τη δυνατότητα να σπουδάσουμε. Ένας απ’ τους λόγους που επιλέγουμε να συνεχίσουμε σε μια σχολή για να ειδικευτούμε σε κάτι είναι μάλλον η επαγγελματική αποκατάσταση -ένας πραγματικός άθλος στην εποχή μας. Καλώς ή κακώς, έχει σημασία πλέον αν θα ‘χουμε ένα πτυχίο σε κάποιον κλάδο, ενώ πολλές φορές δεν αρκεί ούτε καν αυτό.
Βέβαια, το πτυχίο δεν είναι μόνο ένα χαρτί αλλά οι γνώσεις που θεωρητικά αποκτήσαμε μέχρι να το πάρουμε. Διαβάζουμε και δίνουμε εξετάσεις πάνω σε πληροφορίες συγκεκριμένες για το επάγγελμά μας, άγνωστο αν θα τις χρησιμοποιήσουμε ή θα μας χρειαστούν ποτέ, αλλά είναι μέρος της εκπαίδευσής μας και χρειάζεται να τις αφομοιώσουμε.
Κι αφού τα καταφέρεις και πάρεις το περιβόητο πτυχίο, προσπαθείς να βρεις δουλειά.Κι εκεί που οι πόρτες ανοίγουν, κλείνουν όλες απότομα στα μούτρα σου, με μία μονάχα ερώτηση. «Έχεις καθόλου εμπειρία; Έχεις ξαναδουλέψει;». Τρόμος αυτή η φράση. Προφανώς και δεν έχεις εμπειρία, μονάχα θεωρητικές γνώσεις, αφού τώρα μόλις πήρες το πτυχίο σου, όμως δε σε βλέπεις και να την αποκτάς ποτέ αυτή τη ρημάδα την εμπειρία, αφού κανείς δε σου δίνει την ευκαιρία.
Κι εδώ συμβαίνει το οξύμωρο. Υπάρχουν άτομα που ποτέ δεν τελείωσαν κάποια σχολή, αλλά μπόρεσαν να εργαστούν σε διάφορους κλάδους, με μοναδικό πλεονέκτημά τους, την εμπειρία τους. Κάποιος μπορεί να μην πήγε σε πανεπιστήμιο, για διάφορους λόγους, γιατί δεν ήθελε ή γιατί δεν μπόρεσε, κατάφερε όμως να βρει μια δουλειά κάπου, σε ένα αντικείμενο που δεν προϋπέθετε ιδιαίτερες γνώσεις, αλλά περισσότερο θέληση, αποκτώντας έτσι πρώτα την εμπειρία, βουτώντας στα βαθιά, κι εν συνεχεία αποκτώντας ίσως κι ορισμένες σχετικές γνώσεις. Ίσως αρχικά να του έδωσε την ευκαιρία ένας δικός του άνθρωπος ή να ήταν τυχερός, αν όμως δεν ήταν ικανός, δε θα επιβίωνε.
Στο τέλος, όμως, ποιο σενάριο είναι αυτό που λειτουργεί καλύτερα; Η γνώση φέρνει εμπειρία ή η εμπειρία τη γνώση; Ίσως να ισχύουν και τα δύο. Χρειάζεται να ‘χουμε γνώσεις για να μπορούμε να εργαστούμε και να ασκήσουμε το επάγγελμά μας, άρα να αποκτήσουμε, με τον καιρό εμπειρία, αλλά ταυτόχρονα χρειάζεται να ερχόμαστε σε επαφή με το αντικείμενό μας και μέσω καθημερινής τριβής κι εμπειρίας να αποκομίσουμε τις ανάλογες γνώσεις. Κάπως έτσι λειτουργούσαν πιο παλιά όταν δεν είχαν πολλοί τη δυνατότητα να σπουδάσουν. Ο ένας μετέφερε την εμπειρία του στους άλλους, επειδή κι η εμπειρία είναι μια μορφή γνώσης.
Ο συνδυασμός αυτών των δύο, λοιπόν, είναι μάλλον η «τέλεια λύση». Το ιδανικό θα ήταν όσο ακόμα φοιτούμε στο πανεπιστήμιο να εκμεταλλευόμαστε ή και να δημιουργούμε ευκαιρίες, ώστε να ερχόμαστε σε άμεση επαφή με το αντικείμενό μας, είτε μέσω πρακτικής άσκησης ή εθελοντικής εργασίας κι αντίστοιχα, αν με κάποιον τρόπο καταφέραμε να ξεκινήσουμε ανάποδα κι αρχίσαμε να δουλεύουμε πάνω σ’ ένα αντικείμενο που δε γνωρίζουμε, να παρακολουθήσουμε ταυτόχρονα κάποια μαθήματα ή έστω να προμηθευτούμε ορισμένα βιβλία, που θα μας βοηθήσουν να αποκτήσουμε τις κατάλληλες γνώσεις.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη