Ειρωνεία; Μα φυσικά! Όλα τα θυμάμαι να πέρασαν απ’ τη ζωή μου σαν ένα κακόγουστο αστείο. Πάει ένας χρόνος από τότε που σου είπα να φύγεις και πως δεν ήθελα να σε ξαναδώ. Μα τόσο αχάριστος που όντως έφυγες. Κι ας μου έλεγες να μη σε αφήσω, να είμαι πάντα δίπλα σου. Κατάφερες περίφημα να μου προκαλέσεις τόσο πόνο.

Έλεγες, πολλά έλεγες, πως ήμουν τα πάντα για εσένα, η ζωή σου χωρίς εμένα θα ήταν αδιάφορη και βαρετή. Θυμάμαι μια νύχτα που ήμασταν στο σπίτι μου, ένιωθες καλά, έλεγες, όταν ήσουν εδώ. Ήμασταν ξαπλωμένοι και μας φανταζόσουν σε λίγα χρόνια με παιδιά κι οικογένεια. Χαιρόμουν, η αφελής, γιατί ένιωθα ασφάλεια, δεν είχα προσέξει τα σημάδια.

Σημάδια στο σώμα σου και στην ψυχή σου. Ξαφνικά άρχισες να με παραμελείς, το ενδιαφέρον σου καθημερινά λιγόστευε. Ξαφνικά σταμάτησες να έρχεσαι σπίτι μου. Βολευόσουν σε ένα: «Είμαι κουρασμένος, θα αράξω στο σπίτι» κι εγώ σου έλεγα «εντάξει». Τι άλλο να πω, άλλωστε; Οι έξοδοι με τους φίλους αντικατέστησαν τα Σάββατά μας όλο και πιο συχνά.

Τότε, λοιπόν ήταν που σου είπα να φύγεις. Το φώναξα με δύναμη και σιγουριά, πιστεύοντας πως δε θα πήγαινες πουθενά, αφού μ’ αγαπάς. Στην πραγματικότητα, οι φωνές μου κάλυψαν όλα τα «μείνε» μου κι ένα τεράστιο «σ’ αγαπώ».

Συνεπώς, έφυγες. Κι ήταν δική μου απόφαση, ισχυριζόσουν. Τόσο απλά έφυγες, γύρισες την πλάτη σου σε όσα περάσαμε μαζί, ξεχάστηκαν όλα με ένα ποτό και ένα τσιγάρο. Τα πόδια μου μουδιασμένα, το μυαλό μπερδεμένο κι η καρδιά μου θραύσματα.

Έτσι λοιπόν, χωριστήκαμε. Πόνος και θλίψη, που με το ζόρι άντεχα να κουβαλήσω κι εσύ, μια βδομάδα μετά, με άλλη. Μου μοιάζει, το περίμενα πως η επόμενή σου επιλογή θα ήταν μία σαν και μένα. Δυναμική, ευγενική κι έξυπνη γυναίκα, με γαλανά μάτια και λεπτό σώμα.

Ήθελες πάντα να έχεις το πάνω χέρι. Κάτι να σε εντυπωσιάζει. Αυτή, λοιπόν, είναι το ομοίωμά μου. Ναι, καλά άκουσες. Είναι ίδια εγώ με μια μικρή διαφορά, όμως. Όταν την βλέπεις από μακριά, άραγε, βλέπεις εμένα; Όταν σε αγκαλιάζει νιώθεις τα δικά μου χέρια να σε σφίγγουν; Όταν σου λέει «έλα απ’ το σπίτι», ποιο σπίτι σκέφτεσαι πρώτο; Το δικό μου ή το δικό της; Όταν τη φιλάς δεν σκέφτεσαι το πρώτο μας φιλί; Ακόμα κι όταν σου χαμογελάει, δε θυμάσαι όλα τα σαχλά και κρύα αστεία που μου έλεγες για να γελάσω; Φυσικά και μου μοιάζει. Πώς αλλιώς, δηλαδή, θα συμβιβαζόσουν;

Είμαι παντού στη ζωή σου κι αυτή πουθενά. Σου έδωσα τα πάντα κι αυτή τίποτα. Έκανα όνειρα μαζί σου κι εκείνη τα διέλυσε, μάλλον όχι, εσύ μας διέλυσες! Κατέστρεψες ό,τι πιο αληθινό είχα νιώσει ποτέ μου. Μαζί σου έμαθα να μοιράζομαι και ν’ αγαπώ.

Πραγματικά, όμως, δεν καταλαβαίνω. Πέταξες τόσο εύκολα τα συναισθήματά μου και συμβιβάζεσαι με αυτή -που μόνο ο Θεός ξέρει πόσες φορές βλαστήμησα το όνομά της.

Η αγάπη μου για εσένα έγινε μίσος. Αδιαφορώ αν περνάς καλά μαζί της, αδιαφορώ αν με σκέφτεσαι τα βράδια κι αν όταν τη φιλάς βλέπεις εμένα στα μάτια της. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου καν να σε θελήσει πίσω. Πλέον δε μου κάνεις. Ξεφτιλίστηκες τόσο που κι εσύ ο ίδιος θα έπρεπε να αναρωτιέσαι πώς κατέληξες έτσι. Τελειώσαμε, αγάπη μου, κι ας με πονάει ακόμα το όνομά σου…

 

Αφιερωμένο στην κολλητή μου, Ερμίνα, που αγαπώ και πάντα στηρίζω. 

Συντάκτης: Μαριλένα Χατζημιλτή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη