Υπάρχουν άτομα (λίγα, μετρημένα συνήθως στο ένα χέρι) που είσαι σίγουρος πως θα μείνουν για πάντα στη ζωή σου. Άνθρωποι που συνάντησες απ’ την αρχή τους ή την αρχή σου σ’ αυτόν τον κόσμο κι απ’ την πρώτη στιγμή ένιωσες το ισχυρό δέσιμο κι άλλοι που μπήκαν αργότερα αλλά εδραιώθηκαν για τα καλά.
Έχω μια αδελφή, που την αποκαλώ «το άλλο μου μισό», που με συμπληρώνει, μου ταιριάζει και πρόκειται να ‘ναι ο αιώνιος σύμμαχός μου στη ζωή. Και μπορεί να μη μας ένωσε κανένα DNA αλλά ούτε μπόρεσε να μας χωρίσει και να μας απομακρύνει.
Όλο και περισσότερα παντρεμένα ζευγάρια αποφασίζουν να χωρίσουν, για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους. Όταν οι καταστάσεις δεν ευνοούν ούτε τους ίδιους αλλά ούτε και τα παιδιά τους, το διαζύγιο είναι ίσως η πιο σωστή επιλογή, καλύτερο από μία καταπιεσμένη δυστυχία. Μετά, όμως, τι γίνεται; Οι γονείς δεν είναι πια μαζί κι εσύ είσαι ένα μικρό παιδί που καλά-καλά δεν κατάλαβε γιατί χώρισαν και που πλέον καλείσαι να αντιμετωπίσεις μια πραγματικότητα διαφορετική απ’ ό,τι την ήξερες.
Όταν χώρισαν οι δικοί μου γονείς ήμουν ένα κοριτσάκι μόλις 12 χρονών, που σύντομο σχετικά διάστημα έπρεπε να γνωρίσει τη νέα σχέση του γονέα μου, που πρόσφατα είχε ξεκινήσει να υπάρχει στη ζωή του. Τότε δεν καταλάβαινα και πολλά, μέχρι που μπήκα στο σπίτι κι είδα ένα άλλο κορίτσι, στη δική μου περίπου ηλικία, να μου χαρίζει ένα αστραφτερό χαμόγελο. Πού να ‘ξερα τότε πως αυτό το χαμόγελο θα γινόταν παρηγοριά κι ευτυχία μου για τα επόμενα χρόνια;
Δε χρειάστηκε καν να προσπαθήσω να συμπαθήσω εκείνο το παιδί που έμοιαζε τόσο σε εμένα. Ήταν λες κι η ζωή το είχε γραφτό να την γνωρίσω, σαν να ‘ταν ακριβώς αυτό που μου έλειπε. Και ταιριάξαμε αμέσως, θυμάμαι απ’ την πρώτη κιόλας συνάντησή μας υπήρξε αυτή η οικειότητα, που γίνεται ασφάλεια να μιλάς για ό,τι πιο προσωπικό σου. Δεν είχαμε και πολλά προσωπικά, βέβαια, τότε, μας απασχολούσαν εκείνοι οι παιδικοί κι αστείοι έρωτες που για μας φάνταζαν ό,τι πολυτιμότερο.
Και τα χρόνια περνούσαν, κι εμείς μεγαλώναμε μαζί. Δενόμασταν καθημερινά ακόμα περισσότερο σε σημείο που να μην αντέχουμε να μη μιλήσουμε για μία μέρα. Θυμάμαι ακόμα το πρώτο πιάτο φαγητό που μοιραστήκαμε εκείνο το καλοκαίρι στο σπίτι της, την πρώτη μας έξοδο μόνες μας, αφού όπως φαίνεται είχαμε μεγαλώσει πια και μπορούσαμε να πηγαίνουμε όπου θέλουμε χωρίς τους γονείς μας. Θυμάμαι επίσης και την πρώτη φορά που ήρθε να κοιμηθεί στο σπίτι μου.
Μιλούσαμε με τις ώρες για τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς μας για το μέλλον. Τότε ήταν που μου είπε πως μ’ αγαπά και πως ό,τι και να γινόταν μεταξύ των γονιών μας, αν ποτέ τσακώνονταν ή χώριζαν, υποσχόμασταν πως εμείς δε θα χάναμε επαφή. Συμφώνησα τότε, επειδή ένιωθα το ίδιο δέσιμο, εκείνη την επικοινωνία που δεν ήθελα να στερηθώ ποτέ απ’ τη στιγμή που τη βρήκα. Δεν ήταν αδελφή μου αλλά την ένιωθα -κι ας μην τόλμησα να της το πω τότε.
Απ’ τις σημαντικότερες στιγμές, από αυτές που δεν ξεχνιούνται, ήταν όταν για πρώτη φορά με σύστησε ως αδελφή της. Στην ουσία δεν ήμασταν βιολογικά αδέρφια, ούτε καν ετεροθαλή, δεν είχαμε κανένα δεσμό αίματος να μας ενώνει, απλά οι γονείς μας αποφάσισαν να ‘ναι μαζί, είχαμε όμως ειλικρινείς δεσμούς αγάπης κι αυτοί ήταν πιο σημαντικοί. Πλέον, είναι δεδομένο πως όταν κυκλοφορούμε μαζί, όταν μιλάμε η μία για την άλλη ή όταν συστηνόμαστε σε τρίτους αποκαλούμε με καμάρι η μία την άλλη «αδερφή μου».
Είναι κρίμα τα παιδιά από διαφορετικούς γονείς να μην τα πηγαίνουν καλά μεταξύ τους. Να διοχετεύουν οι γονείς τις δικές τους διαφορές κι εντάσεις και να δηλητηριάζουν τις σχέσεις των παιδιών τους. Σίγουρα δεν μπορούμε να τα πηγαίνουμε καλά με όλους, ούτε χρειάζεται να αγαπήσουμε κάποιον με το ζόρι, αλλά υπάρχουν φορές που τα μη-βιολογικά αδέλφια μας μπορούν να καταλήξουν πιο κοντά μας κι απ’ τα βιολογικά. Ίσως γιατί αισθανόμαστε πως αυτό το δέσιμο το επιλέξαμε, δε μας υποχρέωσε κανείς.
Επειδή οι γονείς μας μπορεί να μη μας χάρισαν αδέρφια εξ αίματος, δεν αποκλείεται να μας κάνει η ζωή το μεγαλύτερο δώρο. Μπορεί στα χαρτιά να μην είναι οικογένειά σου αλλά στην καρδιά σου είναι και με το παραπάνω και στην πραγματικότητα αυτό είναι που μετράει. Όχι οι παρέες που αναγκαστήκαμε να κάνουμε, αλλά οι φιλίες που θελήσαμε να κρατήσαμε μέσα κι έξω απ’ το σπίτι μας.
Αν έπρεπε να διαλέξω ένα απ’ όσα με έκαναν να αγαπήσω την αδελφή μου –που κι ας μην έχουμε το ίδιο αίμα είναι κομμάτι μου– θα ήταν όλες αυτές οι στιγμές που με υποστήριξε, με συμβούλεψε και συγχώρεσε τα λάθη μου, όπως κάνει μια πραγματική αδελφή.
Με νοιάζεται και με συμβουλεύει σαν μητέρα και με παροτρύνει να κάνω πάντα αυτό που αγαπώ σαν αδελφή. Ξέρω πως η χαρά μου είναι και δική της -καθώς και το αντίστροφο. Είναι ο άνθρωπος με τον οποίο θα προχωράω στη ζωή, είναι ο δικός μου παρτενέρ που κανείς δεν μπορεί να πάρει τη θέση του στην καρδιά μου. Εξάλλου, η ζωή μου χωρίς αυτήν θα ήταν άδεια.
Αφιερωμένο στην αδελφή μου Κωνσταντίνα που υπέρ-αγαπώ κι υπέρ-λατρεύω.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη