Όλα μπορούν ν’ αλλάξουν μέσα σε μία στιγμή. Μα πώς να το φανταζόμουν πως ένα χρόνο μετά, ακόμη θα μου έλειπε η μορφή σου. Δε σε βλέπω τώρα πλέον κι αυτό με σκοτώνει και πιο πολύ απ’ όλα με πληγώνει το πόσο ηλίθια φέρθηκα και συνεχίζω να φέρομαι ένα χρόνο μετά απ’ ό,τι έγινε.
Εγώ προκάλεσα το χωρισμό μας, δε στο κρύβω. Κι οι δυο είχαμε μερίδιο ευθύνης, αλλά το βάρος των τύψεων που αναλογούν σε μένα είναι μεγαλύτερο. Ξέρω πως δε σου αφιέρωνα το χρόνο που χρειαζόσουν και δεν άκουγα τα παράπονά σου. Όχι, δεν έκανες παράπονα χωρίς λόγο· ποτέ δεν το έκανες, απλώς μου έλεγες πως κάποια πράγματα σε ενοχλούσαν κι εγώ αδιαφορούσα γι’ αυτά, δεν έτρεξα να τα φτιάξω.
Ήσουν μέσα στο άγχος και δεχόσουν πίεση από παντού· απ’ τη σχολή, την οικογένειά σου κι από εμένα, που όταν χρειαζόσουν την αγάπη μου εγώ έτρεχα να δω τους φίλους μου παρά εσένα.
Τότε, λοιπόν, πήρες τη γενναία απόφαση και μου είπες να κόψουμε κάθε επαφή και κλαίγοντας μου πέταξες πως γνώριζες για την ύπαρξη κάποιου άλλου προσώπου. Τ’ αρνήθηκα όλα, αν κι ήταν αλήθεια. Υπήρξα δειλή. Δεν μπορούσα να σε κοιτάξω καν στα μάτια απ’ τις τύψεις. Σε άφησα μόνο, απροστάτευτο κι αδύναμο για να παλέψεις μόνος τους δαίμονές σου, αυτούς που εγώ η ίδια σου δημιούργησα. Πολύ σύντομα άρχισα να μη σε σκέφτομαι, είχα ήδη μεταβεί σε μια νέα σχέση. Ναι, με εκείνο το τρίτο πρόσωπο που υποψιαζόσουν. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς ένιωσες όταν είδες τη φωτογραφία μας μια τυχαία, καλοκαιρινή μέρα. Δεν ήξερα πως θα σε πονούσα τόσο, τότε ήμουν παρορμητική και δε με ένοιαζε.
Σταμάτησα να σε παρατηρώ. Έσβησα το τηλέφωνό σου, σε απομάκρυνα απ’ όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να μη σε βλέπω. Δεν ήθελα ν’ αρχίσω πάλι να σε σκέφτομαι. Ήμουν με κάποιον άλλο, που τολμώ να πω σου έμοιαζε. Δεν ήταν εσύ φυσικά, αλλά σου έμοιαζε πολύ και γι’ αυτό ίσως να τον είχα επιλέξει. Σαν εσένα στη μορφή, αλλά με διαφορετικό χαρακτήρα· ένα χαρακτήρα που μέχρι και σήμερα δεν μπόρεσα ν’ αγαπήσω.
Ντρέπομαι. Φάνηκα γελοία στα μάτια σου. Όσο εσύ πονούσες, εμένα μοναδικός μου στόχος ήταν να σε πληγώσω όσο το δυνατόν περισσότερο. Δεν κάνουν έτσι όσοι αγαπάνε. Τι κι αν εγώ σ’ αγάπησα; Σταμάτησα να στο δείχνω, και δε σου άξιζε το φέρσιμό μου.
Είχα καιρό ν’ ακούσω νέα σου. Ξέρεις, απομονώθηκα από παντού, δεν ήθελα τίποτα να σε φέρνει ξανά στη σκέψη μου. Μέχρι που ένας φίλος μου ανέφερε πως τελικά μπήκες στο πανεπιστήμιο που ονειρευόσουν. Εκείνη τη στιγμή αντέδρασα με αδιαφορία, δεν είπα κάτι. Αλλά να το ξέρεις, ένιωσα περήφανη για εσένα κι ας μην μπορέσω ποτέ να στο πω.
Μου απέδειξες πως τελικά είσαι πιο δυνατός από εμένα. Όσο κι αν σε πλήγωσα, εσύ κατάφερες να πετύχεις αυτό που πάντα ήθελες. Φρόντισες να το μάθω, έστω και τυχαία, γιατί σίγουρα ήθελες να νιώσω πως τελικά δε σε νίκησα, πως δεν κατάφερε ο πόνος που σου προκάλεσα να επηρεάσει άλλο τη ζωή σου.
Δε σε είχα δει από τότε. Μέχρι πρόσφατα, που σε συνάντησα τυχαία στο δρόμο. Νομίζω εσύ δε με είδες, αλλά εγώ έριξα μια κλεφτή ματιά ίσα με κάτι δευτερόλεπτα για να σε δω. Ήσουν χαρούμενος, λαμπερός κι ακόμη πιο όμορφος απ’ όσο σε θυμόμουν. Τότε κατάλαβα.
Πάντα σ’ αγαπούσα και σε νοιαζόμουν. Ξέρω πως δε θέλεις να με ξαναδείς, ίσως ακόμη να πίνεις και να βλαστημάς στο όνομά μου. Δε με νοιάζει, όμως, εγώ θα ήθελα να σε ξανακερδίσω. Θα ήθελα να συνεχίσουμε από εκεί που μείναμε, τα όνειρά μας, το μαζί μας. Δεν ξέρω αν θα με δεχτείς, πολύ αμφιβάλλω. Είναι μια επιθυμία που δε θα εκπληρωθεί ποτέ.
Άσε με έστω να προσπαθήσω, να κάνουμε μία τελευταία συζήτηση. Αν μου πεις πως προχώρησες στη ζωή σου, τότε θα σ’ αφήσω. Σου υπόσχομαι θα φύγω, τόσο αθόρυβα όπως και την πρώτη φορά για να μη σε ταλαιπωρήσω άλλο. Δε μου αξίζεις, το ξέρω. Άργησα να καταλάβω ότι σ’ αγαπάω. Κι αν τώρα ανήκεις σε κάποια άλλη, ελπίζω να είναι όπως την ονειρεύτηκες.
Μα ξύπνα τώρα, αγάπη μου, κι έλα να συνεχίσουμε την πορεία μας μαζί.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου