Στο τέλος μιας ημέρας γεμάτη εντάσεις, που το κάθε τι σε ερεθίζει κι όλα δείχνουν να πηγαίνουν λάθος, αναζητάς απεγνωσμένα σαν μικρό παιδί ένα καταφύγιο που θα καταφέρει τελικά να σ’ ηρεμήσει. Τελικά, αυτό το καταφύγιο τις περισσότερες φορές το βρίσκεις μόνο ανάμεσα σ’ εκείνα τα δύο χέρια που τόσο καλά γνωρίζεις και θ’ αναγνώριζες και με τα μάτια κλειστά αν ήταν ανάγκη.
Ξέρεις πως αρκεί και μόνο να γείρεις το κεφάλι σου στην επέκταση του σώματος που τόσο αγαπάς, να το αγκαλιάσεις και ν’ αφήσεις τα συναισθήματά σας να πλεχτούν μαζί με τα χέρια σας. Ξέρεις πως αυτό που χρειάζεσαι είναι η καθιερωμένη βόλτα σας που σε βρίσκει να κάθεσαι στη θέση του συνοδηγού θαυμάζοντας τον άνθρωπο που έχει το χέρι στο τιμόνι. Γνωρίζεις πως αυτό που χρειάζεσαι είναι μουσική στο ράδιο να παίζει στη διαπασών κι αέρας να μπαίνει από το παράθυρο, όσο θα μπερδεύει τα μαλλιά σου και τις σκέψεις σας.
Όσο κάθεσαι στη θέση του συνοδηγού παριστάνοντας πως ξέρεις πού πάτε κι έχοντας τάχα προσοχή στον δρόμο, ενώ στ’ αλήθεια βλέπεις τα πάντα μπροστά σου θολά σαν μια ευθεία που φαντάζει ατελείωτη -και που δε θέλεις να τελειώσει-, καταλαβαίνεις πως αυτές οι όμορφες στιγμές σου αρκούν για να εξαφανιστεί κάθε ένταση από πάνω σου.
Κι όταν πλησιάζει αυτή η μια στροφή που μισείς όσο τίποτα, γιατί γνωρίζεις πως έχεις φτάσει σπίτι, θυμάσαι πως θα υπάρχουν κι άλλες βόλτες, κι άλλες αγκαλιές. Θυμάσαι πως ο άνθρωπός σου θα είναι εκεί, σε κάθε βόλτα να σου κρατά το χέρι σου -με το ένα του χέρι, γιατί με το άλλο οδηγεί-, πως ακόμα κι όταν είστε εξαντλημένοι θα ξεκλέβετε λίγο χρόνο για να δώσετε ένα φιλί ο ένας στον άλλον όταν το φανάρι δείξει κόκκινο.
Θα βρίσκετε τρόπο να πηγαίνετε για βόλτες στον χαρακτηριστικό σας δρόμο, που ίσως και τόσες φορές που τον έχετε διασχίσει να είναι κάτι παραπάνω από αυτό. Ένας δρόμος που διασχίζοντάς τον κλάψατε, γελάσατε, φωνάξατε και τραγουδήσατε δυνατά τους αγαπημένους σας στίχους κάνοντας τη δική σας μικρή συναυλία. Το δικό σας όμορφο μέρος που θα σου θυμίζει πάντα πόσο ωραίο είναι να υπάρχεις δίπλα στον άνθρωπό σου.
Για όλες τις φορές, που κρυφά-κρυφά γύρισες το κεφάλι σου προς το παράθυρό σου για να μη σε δει, ξεσπώντας σε κλάματα από την ηρεμία που καταφέρνει να εκπέμπει και για όλες τις φορές που τραγούδησες δυνατά κάποιους στίχους τραγουδιών γυρνώντας το κεφάλι σου προς τον άνθρωπό σου -για να καταλάβει ότι αυτό θέλεις να τ’ ακούσει-, ξέρεις πως αξίζει να παλέψεις κάθε άσχημη μέρα στη δουλειά ή στη σχολή, μέχρι να έρθει η ώρα να μπεις στο αυτοκίνητο. Και όπως και να έχει στο τέλος συνειδητοποιείς ότι η ζωή είναι όμορφη και μόνο που τραγούδησες δυνατά το «Μη φοβάσαι φως μου τους κακούς του κόσμου», δίπλα στον άνθρωπό σου.
Αυτή είναι δύναμη που κρύβει η βόλτα με τ’ αυτοκίνητο και τον έρωτά σου, που σε βρίσκει κάθε φορά να προσμένεις την επόμενη. Κι αυτή η δύναμη βρίσκεται στην ικανότητα του ανθρώπου σου να ηρεμεί το σώμα και την ψυχή σου, βρίσκοντας στο πρόσωπο του όλους τους πιθανούς τρόπους να αγαπήσεις. Βρίσκεται στη σκέψη που κυριαρχεί στο μυαλό σου, πως εάν δεν είναι το συγκεκριμένο άτομο στη θέση του οδηγού, τότε κάτι πάει λάθος. Στη σκέψη πως εάν σε ρωτούσε κάποιος τι είναι πραγματικά αυτό που θέλεις, αναμφίβολα θα έκλεινες τα μάτια και θα σκεφτόσουν ακριβώς αυτήν τη στιγμή: Ο ήλιος να πέφτει πάνω σας και η μουσική να ξεχειλίζει από τα παράθυρα, όσο η απόλυτη ηρεμία είναι ξεκάθαρη στο πρόσωπό σας.
Για κάθε βράδυ λοιπόν, που ανυπομονείς όσο τίποτα γι’ αυτήν τη βόλτα για να ηρεμήσει η ψυχή σου, κλείσε τα μάτια και μέτρα αντίστροφα, μέχρι ν’ ακούσετε ξανά μουσική μαζί στη διαπασών.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου