Όλοι μας έχουμε σίγουρα ακούσει έστω και μία φορά τη φράση “meant to be”. Τι ισχύει όμως στ’ αλήθεια; Ποιες δυνάμεις συνωμοτούν ώστε να βρισκόμαστε στο σωστό μέρος την κατάλληλη στιγμή; Ή κι ακόμη, στο λάθος μέρος τη χειρότερη στιγμή. Κάπως έτσι μοιάζει κι ολόκληρη η γνωριμία και σχέση των πρωταγωνιστών των FRIENDS Ross και Rachel, από το πρώτο “γεια” στο λύκειο ως το “forever” τους, που όμως πέρασε κι από το κομβικότερο δίλημμα που έχει υπάρξει επί οθόνης. Ποιες συγκυρίες συνωμότησαν ώστε να αναγκαστεί η Rachel να πάρει αποφάσεις που δεν πίστευε ποτέ ότι θα χρειαζόταν να πάρει και να βρεθεί προ εκπλήξεως μπροστά σε μια σκηνή προδοσίας; Ή μήπως δεν ήταν και τόσο «προδοσίας»;
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: η σχέση των Ross και Rachel κυλούσε ομαλά, έχοντας βρει ο ένας στον άλλον μια φωλιά αμοιβαίας στήριξης, αγάπης, κατανόησης. Δεν άργησε όμως κυρίαρχο συναίσθημα στη σχέση να γίνει η ζήλια, η οποία έγινε αιτία για την τραγική συνέχεια: το πολυσυζητημένο break. Ο Ross, ανίκανος να διαχειριστεί τα έντονα συναισθήματά του για την Rachel, ξεκίνησε να γίνεται πιεστικός σε σημείο ψυχολογικών εκβιασμών -που σαφώς ωραιοποιήθηκαν υπό το πρίσμα της κωμωδίας- με αποτέλεσμα να χάσει τον έρωτα της ζωής του.
Αυτή η απροχώρητη ζήλια του έφτασε σε φορτικό σημείο, το γνωστό εκείνο βράδυ, όπου η Rachel φανερά φορτισμένη, εν βρασμώ, πήρε την καταλυτική απόφαση να κάνουν ένα break, ακόμη κι αν ήταν προφανές πως κανείς τους δεν ήθελε να φύγει από τη σχέση. Την απόφαση που πάρθηκε, αν και φάνταζε αμοιβαία, στην ουσία κανένας από τους δυο δεν την επιθυμούσε. Ωστόσο, δικαιολογούνται οι πράξεις του Ross; Έστω ότι δεν ήταν λοιπόν απιστία το να μεθύσει ένα βράδυ -το ίδιο βράδυ- πηγαίνοντας με μια άγνωστη. Συγχωρείται κι όλο το θέατρο που έπαιξε έπειτα για να μην το μάθει η ίδια; Ή θα μπορούσες, αν ήσουν στη θέση της, να περάσεις στο ντούκου το ότι το ταίρι σου, ώρες αφού είπατε να πάρετε λίγο χώρο, αξιοποίησε το free pass που είχε για one night stand;
Στην πλοκή, η Rachel, από εκεί που ήταν αποφασισμένη να τα ξαναβρει με τον Ross, προσγειώθηκε απότομα στην πραγματικότητα αφού την κατέβαλε το συναίσθημα της προδοσίας, μαθαίνοντας εν τέλει την απιστία του από τον Γκάνθερ. Αν παρατηρήσουμε τη γλώσσα σώματος και του πρωταγωνιστή, ακόμα κι ο ίδιος ο Ross αδυνατούσε να κοιτάξει στα μάτια τη Rachel και να της πει αυτό που έκανε, αυτό που τόσο ήθελε να διαγράψει, αυτό για το οποίο κι ο ίδιος ντρέπονταν, αυτό που ο ίδιος δεν μπορούσε να πιστέψει ότι έκανε. Άρα, γιατί υπήρξε όλη αυτή η συζήτηση περί της ηθικής του πράγματος, αφού εξ αρχής ήταν ξεκάθαρο;
Θα πει κανείς πως όντως ήταν σε break και μάλιστα με απόφαση της ίδιας, οπότε είναι σαν να μη δέχεσαι το ίδιο πράγμα που προτείνεις. Άρα, λες εξ αρχής ψέματα και τεστάρεις αντιδράσεις. Δικαιολογεί όμως αυτό την πράξη προδοσίας του Ross; Είναι τελικά οι δυο τους πιόνια αυτού του παιχνιδιού που λέγεται μοίρα, ή μόνοι τους το έστησαν;
Όλη αυτή η εμπιστοσύνη που με κόπο έχτισαν τόσα χρόνια εξαφανίστηκε αστραπιαία. Όλες οι γέφυρες που έχτισαν τόσα χρόνια μετατράπηκαν ξαφνικά σε τοίχους. Έλα όμως που οι καρδιές δεν καταλαβαίνουν από διαλείμματα κι αποστάσεις. Η πραγματική αγάπη, πάντα βρίσκει τον τρόπο, ακόμη και σε αδιέξοδο, να ξεπερνά εμπόδια και δυσκολίες και να κάνει τα αδύνατα δυνατά. Κάπως έτσι, οι μεγάλοι έρωτες δε χάνονται, and they always find their way back to each other. Ίσως έπρεπε και οι δυο να ζήσουν λίγο χωριστά, να ωριμάσουν και να εξελιχθούν ως μονάδες ώστε να καταφέρουν να λειτουργήσουν σαν ζευγάρι. Ίσως πάλι κάπως έπρεπε να βγουν τόσες σεζόν χωρίς να κάνει κοιλιά η σχέση τους.
Το μόνο σίγουρο, είναι πως όλοι μας ξέρουμε πως στο άκουσμα του ονόματος Ross αμέσως μετά ακολουθεί το όνομα Rachel. Γιατί στην περίπτωσή τους, ενώ το μυαλό είχε εκατό λόγους να φύγει και φώναζε “break” η καρδιά το μετέφραζε ως “λίγο ακόμη”.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου