Συχνά, έχουμε την τάση να ξεχνάμε πως αυτό που μας κάνει ανθρώπους είναι όλα αυτά που απλόχερα επιλέγουμε να δίνουμε στους άλλους. Συχνά επίσης, έχουμε την τάση να ξεχνάμε πως εκτός από άνθρωποι κάποιες φορές –χωρίς να το γνωρίζουμε- αποκτούμε την ιδιότητα των ηρώων. Γινόμαστε ήρωες, πολλές φορές μόνο για ένα λεπτό– τόσο δα κρατάει. Κάπου, κάποτε λοιπόν, ένας άγνωστος επέστρεψε σπίτι ευτυχισμένος γιατί τον έσωσες με την καλή σου πράξη, ή με κάτι όμορφο που του είπες κι αυτό, δε θα το μάθεις ποτέ.
Αλήθεια, αναρωτιέμαι εάν κάθε φορά που προσπερνάμε τους άγνωστους ανθρώπους στα πεζοδρόμια περπατώντας με γοργό βήμα, γνωρίζουμε πόσο στ’ αλήθεια είμαστε δεμένοι μαζί τους. Μπορεί να έχουμε το ίδιο πάθος για τα βιβλία, μπορεί στο μενού ενός εστιατορίου να επιλέγαμε το ίδιο πιάτο, μπορεί να μοιραζόμαστε μια συνήθεια για την οποία υποσχόμασταν πως μόνο εμείς έχουμε υιοθετήσει ή πολύ απλά, ίσως και τη στιγμή που περνάμε ο ένας δίπλα από τον άλλον να ακούμε το ίδιο τραγούδι στο ίδιο κιόλας λεπτό του τραγουδιού, καθώς ψιθυριστά σιγοτραγουδάμε τους στίχους. Αναρωτιέμαι, πάλι, είναι όντως τόσο δύσκολο να προσφέρουμε ένα χαμόγελο, μια καλημέρα ή έστω τη σειρά μας σε έναν άνθρωπο που μπορεί τελικά να μας δένουν πολλά παραπάνω απ’ όσο πιστεύαμε.
Από την άλλη, ακόμη και να μην έχουμε κανένα κοινό σημείο είμαστε άνθρωποι, έχουμε πονέσει και ξέρουμε πώς είναι, ή πονάμε και ξέρουμε πολύ καλά πώς είναι. Πράγματι, πόσες φορές είχαμε ανάγκη από κάτι όμορφο όταν όλα μέσα μας γκρεμίζονταν; Πόσες φορές είχαμε ανάγκη από κάτι να πιαστούμε, όταν τις φορές που δεν ήμασταν καλά επιλέξαμε να πάμε μια βόλτα, παρέα με τα ακουστικά μας, ελπίζοντας να δούμε έστω ένα ουράνιο τόξο στον ουρανό; Ή κάποιον άνθρωπο που θα έμοιαζε λες κι ήταν το ουράνιο τόξο προσωποποιημένο;
Είχα διαβάσει κάποτε σε ένα βιβλίο μια φράση που έλεγε: «να είσαι ευγενικός, γιατί κάθε άνθρωπος που συναντάς δίνει και μια σκληρή μάχη.» Η αλήθεια είναι πως αυτή τη μάχη δε θα τη μάθεις ποτέ. Δεν μπορείς να αντικρίσεις στο μέτωπο του αγνώστου που περνά από δίπλα σου τι είναι αυτό που τον πονά κι ούτε θα στο πει. Μπορείς, όμως, να επιλέξεις μέσα σε όλο αυτόν τον πόνο του να γίνεις η χαραμάδα φωτός, η χαραμάδα ελπίδας.
Ο άγνωστος που συνάντησες, ή πιο σωστά, οι άπειροι άγνωστοι που συναντάς καθημερινά –δε θα τους αποκαλώ για πολύ ακόμη έτσι- μπορεί να μην πηγαίνουν πίσω σε ένα σπίτι με αγάπη, μπορεί η μόνη δόση αγάπης που έχουν λάβει να ήταν αυτή που έδωσες. Κι αν δεν μπορεί να σε πείσει ο αλτρουισμός, τότε μάθε πως κάθε φορά που επιλέγεις να δώσεις αγάπη, στην πραγματικότητα τη δίνεις πρώτα στον εαυτό σου. Και κάθε φορά που επιλέγεις να δώσεις αγάπη, σώζεις έναν άνθρωπο (εσένα) κι άλλον έναν έπειτα (αυτόν που την προσφέρεις).
Για σένα μπορεί να είναι μια απλή «καλημέρα», ένα αβίαστο κομπλιμέντο που μπορεί να χαρίσεις για το πρώτο πράγμα που θα σου έρθει στο μυαλό, ένας διάλογος με ευγένεια. Γα τον άλλον όμως μπορεί να είναι κάτι τόσο μεγάλο, λες και του κάνεις χώρο στην καρδιά σου, λες και τον βάζεις μες της καρδιάς σου την καρδιά. Την επόμενη φορά που θα διασταυρώσεις ένα βλέμμα με έναν άγνωστο, λοιπόν, κοίταξέ τον δυο φορές στα μάτια· ίσως και να μην είναι τόσο ξένος. Ίσως να μοιάζει περισσότερο γνωστός, από εκείνους τους άλλους, που μονάχα έχουμε μέσα μας χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου