Κάθομαι στον καναπέ και χαζεύω. Έξω βράδιασε, έχει λίγη ώρα που έπεσε ο ήλιος. Έχουν ξεκινήσει τα κρύα, οπότε κρύβομαι κάτω από την κουβέρτα κι έχω το κρασάκι μου να με συντροφεύει. Κάποια στιγμή, μπαίνει στο ραδιόφωνο ένα τραγούδι –από αυτά που θυμίζουν βόλτα, κάποια νύχτα βροχερή σε αστικό τοπίο. «Τι παράξενη κοπέλα είσαι εσύ», ακούγεται στους στίχους. Κι εγώ, κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι, την ιστορία εκείνης της παράξενης κοπέλας.
Εκείνη, μια περίεργη – παράξενη- κοπέλα που όλο και κάτι φαίνεται να τη βασανίζει. Ο πόνος διακρίνεται στα δακρυσμένα μάτια της, τον οποίο πόνο επιλέγει να απαλύνει ρίχνοντάς το στο κρασί. Εκείνη, μια μυστηριώδης φιγούρα μες στα μεταξωτά ντυμένη και το κρασί εκεί, να υπάρχει πλάι της, κομμάτι της. Εκείνη, μια παράξενη κοπέλα που μάλλον δέχεται κριτική για τη ζωή που επιλέγει να κάνει. Μάλλον, θα ζει κάποια μοναχική ζωή ή τουλάχιστον έτσι μπορεί να συμπεράνει κανείς. Μέσα στη μοναχικότητά της καταφέρνει και ξεχωρίζει η αύρα της, ο κίνδυνος των επιλογών της κι η έγνοια, για εκείνη, του δημιουργού. Η μαγεία και η μυστηριακή της γοητεία, είναι αυτά που τη χαρακτηρίζουν.
Μήπως την έχουν ερωτευτεί; Μήπως είναι τόσο τυχερή ώστε να έχει κάποιον να γράφει γι’ αυτήν; Κάποιον να τραγουδά γι’ αυτήν ίσως; Μήπως είναι τόσο παράξενη που κάνει τους πάντες να θέλουν να την ανακαλύψουν, να την ξεδιπλώσουν; Ή μήπως πάλι τη φοβούνται και την αποστρέφονται;
Η συναισθηματική ένταση καθ’ όλη τη διάρκεια του τραγουδιού έρχεται σε μια αντίθεση με τη μελαγχολία που προκαλεί από τη μια κι από την άλλη η ομορφιά, η μαγεία κι αυτή η απαλή αίσθηση που σου αφήνει, είναι σαν ωδή στους μοναχικούς ανθρώπους. Σαν χάδι στον ώμο τους. Ο τρόπος που είναι γραμμένο το τραγούδι, κάνει όλους όσοι το ακούσουν, ή διαβάσουν γι’ αυτό, να αποκτήσουν περιέργεια για τις ιστορίες που φαίνεται να προκύπτουν, για τα πρόσωπα που περιγράφονται. Κάνει τον κάθε ένα ξεχωριστά να φανταστεί μια ιστορία που μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτό.
«Ήταν χαρούμενος άνθρωπος, απαντά βουρκωμένη. Προσπαθούσε να μη μεταδίδει τη στενοχώρια της στους άλλους. Ακόμη και την τελευταία φορά που την είδα, στο σπίτι της στο Αιγάλεω, σ’ εκείνο το σπίτι που έχτισε με αίμα και που δεν είχε ακόμη έπιπλα, μόνο ένα κρεβάτι, δυο τρεις καρέκλες κι ένα μπαούλο, αν και απίστευτα καταβεβλημένη, προσπαθούσε να είναι χαμογελαστή και ευδιάθετη, μας αγκάλιαζε και μας φιλούσε.» Αυτά είναι τα λόγια της ανιψιάς της, για τη Μαρίκα Νίνου, τη φωνή που έδωσε πρώτη ζωή στο κομμάτι μαζί με τον Χιώτη και τον Βούλγαρη, πριν το μεταμορφώσουν τα Υπόγεια Ρεύματα. Ίσως λοιπόν, να αποτελεί την προσωπογραφία της, το πορτραίτο της και τον τρόπο που η ίδια κοίταζε τον κόσμο.
Άλλοι θα έχουν ονομάσει την παράξενη αυτή κοπέλα Αύρα, άλλοι Αλεξάνδρα κι άλλοι πάλι Ισμήνη. Άλλοι θα έχουν πλάσει ιστορίες αγάπης κι άλλοι ιστορίες πόνου. Σε άλλους θα κυριαρχούν συναισθήματα απογοήτευσης, πίκρας και σε άλλους μιας ελπίδας, ενός ονείρου. «Σου το λέω πως στην ψάθα θα πεθάνεις». Σαν να το ορκίζεται πως κάπως έτσι θα λήξει μάταια ετούτη η ιστορία. Σαν να δίνει την ψευδαίσθηση πως είναι σχεδόν ήδη πεθαμένη με αυτά που περνά, αλλά και πιο ζωντανή από ποτέ με αυτά που νιώθει.
Ένα στοιχείο της ζωντάνιας μας, είναι η τάση μας να νιώθουμε και να νιώθουμε πολύ. Να κλαίμε, να σπάμε, να ονειρευόμαστε, να γελάμε μέσα από την ψυχή μας. Εκείνη –η παράξενη κοπέλα– νιώθει πόνο. Τα μάτια της δακρύζουν, κάτι τη βασανίζει, τα πίνει σαν τρελή- μπορεί και για να ξεχάσει. Μήπως είναι απλά ζωντανή;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου