Πόσοι άνθρωποι έχουν ανακαλύψει, άραγε, τη μαγεία που κρύβεται στο να ξυπνάς νωρίς; Την ουσιαστική στιγμή που βλέπεις τον ήλιο να ανατέλλει πριν καν καλά-καλά ανοίξεις τελείως τις κουρτίνες του παραθύρου και το δροσερό αεράκι, που ξυπνά κι αυτό μαζί με σένα;

Δε λέω, για να πούμε την αλήθεια μας, δεν αλλάζουμε τον ύπνο με τίποτα σε αυτόν τον κόσμο –ο ύπνος είναι ιερός όπως πολλοί λένε– κι ειδικά το χουζούρεμα στο κρεβάτι με την κουβερτούλα και τα εκατό μαξιλάρια τώρα που αρχίζουν τα κρύα πρωινά δεν το υπερβαίνει τίποτα- ειδικά αν έχεις κι άλλον έναν άνθρωπο μαζί σου στο κρεβάτι. Αλλά, πώς να το κάνουμε τώρα; Υπάρχει κι αυτή η άλλη πλευρά που εμπεριέχει, όλα όσα αναζητά η ψυχή μας: αυτή τη μοναδική ηρεμία της ανατολής.

Χωρίς καμία αμφιβολία, η πίεση της καθημερινότητας μάς έχει καταβάλει όλους. Άπειρα deadlines εργασιών στο κεφάλι μας, άλλα τόσα τρεξίματα με τη σχολή και τη δουλειά κι οι υποχρεώσεις να μην έχουν τέλος. Μια πίεση που όλο φαντάζει να μεγεθύνεται, σαν τέσσερις τοίχοι που μανιωδώς προσπαθούν να μας πνίξουν. Κι έρχεται η επόμενη μέρα και πάλι τα ίδια, και μετά η επόμενη ακριβώς τα ίδια, κι όλο κάτι θέλουμε να κάνουμε κι όλο περισσότερο βασανιζόμαστε που δεν προλαβαίνουμε ούτε τα μισά.

Και να, που κάπου εκεί βρίσκουμε το παραθυράκι της ελπίδας μας. Το πιο ωραίο, μάλιστα, σ’ αυτό, είναι πως τόσο καιρό βρισκόταν εκεί, ακριβώς μπροστά στα μάτια μας, αλλά μόνο τώρα μπορέσαμε να το δούμε καθαρά. Μόνο τώρα καταφέραμε να καταλάβουμε πως το παραθυράκι αυτό είναι το δικό μας και πως ελπίδα είναι η ανατολή, η γέννηση του ήλιου.

Έχει κάτι από αίσθηση τελετής το να ξυπνήσεις ήρεμα, χωρίς να σε νοιάζει τίποτα άλλο εκείνη τη στιγμή, λες και για λίγο δεν αποτελεί τίποτα πρόβλημα, λες κι όλα μπήκαν σε μια παύση αφήνοντάς σου χώρο να ανασάνεις. Να καθίσεις έξω μέχρι να νιώσεις στο πετσί σου το αεράκι, μέχρι να νιώσεις πώς είναι να υπάρχεις, όσο με τα μάτια καρφωμένα απολαμβάνεις το θέαμα απέναντί σου. Στο να αρπάξεις το αγαπημένο σου βιβλίο -εκείνο που πάντα ξέρει τον τρόπο να δένεται μαζί σου αρμονικά και να γίνεται ένα με ό,τι κι αν κάνεις, όπου και να βρίσκεσαι- ξεκλέβοντας λίγο χρόνο διαβάζοντάς το. Στο να φτιάξεις το αγαπημένο σου τσάι ή τον αγαπημένο σου καφέ όσο προσπαθείς να διακρίνεις όλα τα χρώματα που έχουν μπλεχτεί στον ουρανό.

Είναι σαν να υπάρχεις μόνο εσύ στον κόσμο εκείνη τη στιγμή, λες και σου τον δανείζουν. Σαν να εξαφανίζεται όλη η βαβούρα της πόλης, σαν να σου υπόσχεται κάποιος πως όλα θα πάνε καλά. Φαντάζει λίγο σαν να έχεις εκείνη τη στιγμή την ευκαιρία να αλλάξεις τα καθέκαστα, λες κι όλα είναι δυνατά σαν ανατέλλει ο ήλιος. Είναι λες και ζεις σ’ έναν άλλο κόσμο -σ’ έναν που εσύ έχεις φτιάξει- τη δεδομένη στιγμή κι ύστερα, αφού ξυπνήσουν κι όλοι οι υπόλοιποι, συνεχίζεις μια άλλη ζωή, με την υπόσχεση πως θα επιστρέψεις ξανά, αύριο.

Τι καθιστά μια ανατολή λοιπόν τόσο μαγική; Η ίδια η ανατολή ή μήπως αυτά που νιώθουμε, αυτοί που γινόμαστε θαυμάζοντάς την; Μήπως αυτή η μίξη των δύο; Άραγε, η ελπίδα που πηγάζει μέσα μας ξυπνά πρώτη κάθε πρωί κι εμείς την ακολουθούμε; Ένα είναι σίγουρο: κλείνοντας τα μάτια απόψε, έτσι λίγο πριν μας πάρει ο ύπνος στον καναπέ, βλέποντας εκείνο το όμορφο όνειρο που απεικονίζει την ανατολή με όλα της τα χρώματα σε όλες της τις φάσεις, δίνουμε μια κρυφή υπόσχεση πως θα επιστρέψουμε. Μέχρι όντως, να βρούμε τη δύναμη και να το κάνουμε. Τι 5, τι 7 άλλωστε!

Συντάκτης: Όλγα Οσιπίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου