Έφτασε και η σημερινή μέρα στο τέλος της. Κατάφερες πάλι και ξέφυγες απ’ όλα αυτά που φώλιασαν μέσα στο μυαλό σου. Γύρισες σπίτι, άνοιξες τα φώτα, τα έκλεισες σχεδόν αμέσως, άνοιξες κάποια κεριά – εκείνα που μυρίζουν κανέλα και σου σπάνε τη μύτη – έβαλες και ένα ποτήρι από το αγαπημένο σου κρασί, έπιασε βροχή και την κατάλληλη στιγμή, πήρες την καφέ κουβέρτα και έκατσες στον καναπέ.
Αφού σκεπάστηκες, χαζεύεις πλέον με ηρεμία τα δεκάδες φωτάκια απ’ έξω, όσο η βροχή πέφτει ρυθμικά στο παράθυρο. Άλλα είναι της πόλης, άλλα από τα σπίτια και άλλα από μέσα σου. Βλέπεις τη νύχτα, δεν μπορείς να κρυφτείς. Έχουν ξεκινήσει κι οι κρύες βραδιές, με αυτόν τον τόνο φθινοπώρου που είναι λες και η εποχή μελαγχολεί μαζί σου. Λες και το φθινόπωρο έχει ορκιστεί να σου θυμίσει όλα αυτά που προσπαθείς να ξεχάσεις.
Η βροχή που ακούγεται απ’ έξω, που πιο πολύ θα έλεγες πως ακούγεται από μέσα, έρχεται να θυμίσει τους χτύπους καρδιάς που κάποτε άκουγες. Σαν να αντικαταστά τους χτύπους αυτούς, αφού οι δικοί σου, παλεύουν με την απουσία.
Πώς μπορεί κάποιος να σου φουσκώνει τόσο το μυαλό και μόνο στη σκέψη του; Πώς μπορεί κάποιος να είναι ταυτόχρονα τα φύλλα, η βροχή, ο ήλιος, τα κεριά και όλες οι μυρωδιές; Πώς μπορεί κάποιος να σου λείπει τόσο πολύ; Σαν να είσαι σίγουρος πως τόσο έντονα που σκέφτεσαι το πρόσωπο αυτό, έχει αρχίσει να το νιώθει. Άλλωστε, πως γίνεται να μην;
Κάπου εκεί προσπαθείς να μαζέψεις τον εαυτό σου. Προσπαθείς να σε πείσεις πως δε φταις μόνο εσύ για αυτό. Δεν έφταιγες ούτε χθες, ούτε και τώρα, αλλά ούτε και αύριο που θα βρεθείς στην ίδια θέση. Πώς να φταις άραγε μόνο εσύ; Το φθινόπωρο έχει την τάση να το κάνει αυτό. Έχει ορκιστεί για τα καλά να σε πονέσει φτιάχνοντας ένα περιβάλλον για να σου θυμίσει όλες τις αναμνήσεις. Έχει συνδυάσει ήχους, εικόνες και μυρωδιές για να το καταφέρει αυτό.
Από τη μια ο ήχος της βροχής που ηχεί σαν καρδιοχτύπι στα αυτιά σου και ο ήχος των φύλλων κάθε φορά που κάνεις ένα βήμα, που σου θυμίζει τις βόλτες σας – στις οποίες αγάπησες και αγαπήθηκες. Από την άλλη η χαρακτηριστική αυτή μυρωδιά της κανέλας – την οποία σιχαινόσουν αλλά λάτρεψες στην πορεία γιατί τη λάτρευε εκείνο το πρόσωπο – τη μυρωδιά του ψημένου μήλου, της γης μετά τη βροχή, και του καπνού από το τζάκι το οποίο σου χάρισε ζεστές στιγμές. Μπορείς να τα βάλεις με την εποχή; Άλλωστε και αυτή έρχεται να σου θυμίσει πως κάθε τέλος επιφυλάσσει και κάτι όμορφο, κάτι που ξεχειλίζει από ελπίδα. Το τέλος του καλοκαιριού θα σημαδεύει πάντοτε την αρχή του φθινοπώρου, και η αρχή του φθινοπώρου θα σου θυμίζει πάντοτε πως κάποτε υπήρξατε μαζί.
Κάπου εκεί κιόλας πετάγεται μια σκέψη στο μυαλό σου – από το αγαπημένο σου βιβλίο, αυτό του μικρού πρίγκιπα – πως «Το να γίνεσαι παρουσία σημαίνει το να δέχεσαι το ρίσκο της απουσίας.» Και μετά, χάνεσαι πάλι στις σκέψεις σου, με τη σκέψη πως για ήταν τόσο έντονη η παρουσία αυτού το προσώπου, το ίδιο θα ήταν και η απουσία του.
Κάτι θα έχει σίγουρα η εποχή αυτή. Είναι που νυχτώνει πιο γρήγορα, είναι οι βροχές, είναι η κουβέρτα που είναι διπλή μα σε βρίσκει μόνο τις νύχτες, είσαι εσύ που παρατηρείς τη φλόγα του κεριού να αργοσβήνει και είναι κι εκείνο το πρόσωπο που μόλις άνοιξε το κερί – κανέλας – γιατί να θυμηθεί κάτι από εσένα. Και το κερί σου μόλις έσβησε. Μένει τώρα στην ατμόσφαιρα μια νότα καπνού της απουσίας, και μια νότα ελπίδας, που έρχεται να σε βρει.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη