Πάμε στην Κάποια Πόλη, Ελλάδα.

Στην Κάποια Πόλη ζει η Μαρία. Η Μαρία είναι μια μέση γυναίκα. Έχει 1 παιδί και μισό, γλάστρες με βασιλικό, και DVD του Σουλεϊμάν από περιοδικό. Η Μαρία ζει σ’ ένα τριάρι χωρισμένη, πηγαίνει στην δουλειά της, γυρίζει, φροντίζει τον Γιαννάκη και τη μισή Κικίτσα (είπαμε, 1,5 παιδιά). Η Μαρία ζει την απόλυτη στατιστική οικογενειακή θαλπωρή. Αν όλα πάνε καλά, θα σπουδάσει τον Γιαννάκη και θα παντρέψει τη μισή Κικίτσα.

Κάτι όμως λείπει από την ζωή της Μαρίας. Ο άντρας. Το αρσενικό. Η κεφαλή. Ο κουβαλητής. Αυτός που θα της μάθει πώς το τρίβουν το πιπέρι, πώς τον μελώνουν τον λουκουμά, κι άλλα τέτοια απόκρυφα γαστρονομικά.

Περνάνε οι μέρες, κι ο Σκαρμούτσος πάνω στο άσπρο άλογο ακόμα να φανεί. Φεύγει άλλος ένας χρόνος, η Μαρία σβήνει κεράκια 29. Δύο χρόνια, τρία, κι η Μαρία σβήνει ακόμα 29. Πέντε, δέκα χρόνια, η Μαρία θα ήθελε να συνεχίσει να σβήνει 29, αλλά πια δεν την πιστεύει ούτε το παιδί στο ζαχαροπλαστείο.

Και τότε, να ‘τος, σαν από το πουθενά! Ψηλός, μυώδης, μάγειρας, δεν λείπουν τα λεφτά ­– όλα όσα ονειρευόταν η Μαρία από παιδούλα. Συναντιούνται στην δουλειά, και στο πρώτο ραντεβού πηδιούνται, γιατί, μεταξύ μας, διαφορετικά θα τον βίαζε.

Μέσα στην ονειρική της σχέση η Μαρία, ξαφνικά, αισθάνεται πως πνίγεται. Τα ποσέ το πρωί είναι πλέον συνηθισμένα, ο Λουδοβίκος της δεν γουστάρει τα τούρκικα κι αντ’ αυτού βλέπει μπάλα. Κι η Μαρία κλαίγεται στις φίλες της, συλλογισμένη:

«Έχω αυτό που πάντα ήθελα, μα δεν μπορώ να το διαχειριστώ.»

Πραγματικά, προσπάθησα να μην το δω στην πλάκα. Προσπάθησα να δω τον ερωτισμό της κατάστασης, το πόσο βαθιά πρέπει να αισθάνεται η Μαρία, να πνίγεται έτσι και να μην μπορεί να το διαχειριστεί. Προσπάθησα ακόμα και να τους κάνω εικόνα – τουλάχιστον, λίγα δευτερόλεπτα πριν νιώσω την παλινδρόμηση.

Αλλά δεν μπορώ να μην γελάσω, όταν ένας ενήλικος πετάει τέτοιες δηλώσεις. Δεν ξέρω αν έγινε αντιληπτή η εγωπάθεια που ελλοχεύει σ’ αυτήν την φράση, θα την κομματιάσω για να γίνω λίγο πιο ξεκάθαρος: «Έχω αυτό. Που πάντα ήθελα. Αλλά δεν μπορώ να το διαχειριστώ.»

Πρώτα απ’ όλα, τι εννοείς, «αυτό»; Γι’ άνθρωπο μιλάς, όχι για σιδερώστρα. Το γεγονός πως εσύ έχεις φτιάξει μια κέρινη κούκλα στο κεφάλι σου, και πως τυχαίνει να μοιάζει με κάποιο τυχαίο άτομο εκεί έξω, δεν σημαίνει πως το άτομο είναι όντως άψυχη κούκλα. Για να στο θέσω και λίγο διαφορετικά, ο άνδρας ή η γυναίκα των ονείρων σου είναι ένα κατασκεύασμα του μυαλού σου. Αν αντιμετωπίζεις ανθρώπινα όντα σαν εκπλήρωση των προσδοκιών σου, τα βάζεις στην ίδια κλίμακα με εκείνο το καταπληκτικό τοπάκι που τσίμπησες το πρωί ή τους καλούς βαθμούς σου στις Πανελλήνιες.

Και τι εννοείς «που πάντα ήθελα»; Κοιμόσουν, ήθελες, ξυπνούσες, ήθελες, και δώσ’του πάλι απ’ την αρχή; Ή ψέματα μου λες (ειλικρινά, το ελπίζω) ή ζεις υπερβολικά λίγη ζωή, ακόμα και για να σε λυπηθώ. Μάλλον όχι. Έχεις δίκιο, καταλαβαίνω, είναι απόλυτα φυσιολογικό να περνάς σαράντα χρόνια περιμένοντας να είσαι δίπλα σε κάποιον που σε κάνει ευτυχισμένη. Και μέχρι τότε, τι; Photo booming κι επαναλήψεις στον ANT1; Αν η ζωή σου είναι να περιμένεις, δεν ζεις. Περιμένεις. Αλλά και πάλι, επειδή το διαλέγεις, δεν μπορώ ούτε άσχημα να νιώσω για πάρτη σου. Απλά αναρωτιέμαι, αν σου λείπουν εσένα τα χρόνια που χάρισες σε μια ανούσια αναμονή.

Και το χειρότερο, το τελευταίο, ότι «δεν μπορείς να το διαχειριστείς». Τι πάει να πει, δεν μπορείς να διαχειριστείς την ευτυχία σου; Η ευτυχία δεν θέλει διαχείριση. Η ευτυχία είναι κατάσταση. Δεν την ελέγχεις, είσαι μέσα της. Θέλει διαχείριση ο καθαρός ουρανός, ένα ηλιοβασίλεμα, ή το τσιγάρο μετά; Είναι εύκολο να είσαι ευτυχισμένος – απλώς είσαι.

Όχι εσύ όμως, Μαράκι μου, που δεν είσαι πνιγμένη στην ευτυχία σου, όσο και να θες να πείσεις τον εαυτό σου. Βαριέσαι. Πέρασες την ζωούλα σου να ψάχνεις έναν άνθρωπο που δεν θα σου κακοφαίνεται πουθενά, κι όταν τον βρήκες, δεν είχες τι να ψάχνεις. Κακόμαθες στο καβούκι σου, κι όταν ήσουν πια απόλυτα ασφαλής, ξενέρωσες. Κι αυτό ακόμα σου ξινίζει.

Περιμένεις να σε δικαιολογήσω κάπως, να σου βρω κάποιο ελαφρυντικό, λίγη αγάπη ίσως, για να νιώσεις λίγο καλύτερα… Μάντεψε.

Όχι. Αν σε χαλάει το καβούκι σου, σπάσ’ το, κι ας λερωθείς λίγο στην διαδικασία. Μην μας πρήζεις με το πόσο υπερβολικά χαρούμενη είναι η υπερβολικά βαρετή καθημερινότητά σου. Κράτα την ενέργειά σου για τα σουτζουκάκια και το ιμάμ.

Η ζωή είναι άθλημα για τους τολμηρούς. Όσοι θέλετε να περιμένετε, μείνετε στον προθάλαμο, με τους βραδύποδες και την Σαϊεντολογία.

 

Συντάκτης: Γιώργος Γραμματόπουλος