Όταν ξυπνάς με hangover, ο κόσμος φαίνεται ομορφότερος.
Τα πουλιά κελαηδούν πιο γλυκά, η χθεσινή ρακή δημιουργεί αυτό το περίεργο αίσθημα ναυτίας, κι ο ήλιος λάμπει. Λάμπει υπερβολικά, ο μπάσταρδος – μα καλά, ποιος άνοιξε παντζούρι;
Ένα τέτοιο πρωινό αναρωτιόμουν κι εγώ: υπάρχει τελικά αυτό που λέμε «εκτός κατηγορίας»;
Για να ‘μαι ειλικρινής, έχω σιχαθεί τη σχετική φιλολογία. Τα γνωστά, πως προσανατολιζόμαστε δυο μονάδες πάνω ή δυο μονάδες κάτω από το βαθμό μας, και πως μοντέλα/μπαργούμεν/σερβιτόρες είναι απλησίαστες, κι άλλα τέτοια, που διαβάζεις μιαν ωραία κυριακάτικη πρωία στο Men’s Health, μεταξύ τσιγάρου και χέσιμου.
Κατ’ αρχάς, η βαθμολογία είναι υποκειμενική, άρα υποκειμενικό είναι και το πού απευθύνεσαι. Δεν υπάρχει τρόπος να ξέρεις πόση ομορφιά κρύβει το απολλώνιό σου σώμα (απολλώνιο, εκ του θεού, όχι της ομάδας από την Καλαμαριά). Οπότε, κάθε στιγμή που αμφιβάλλεις για τη δυνατότητά σου να σε προσέξουν, θέλω να θυμάσαι πως το πρόβλημα δεν είναι η χαμηλή εκτίμηση του άλλου, αλλά η δική σου χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Δεύτερον, οι σχετικοί κανόνες δεν είναι γενικοί, δεν ισχύουν απαραίτητα για τον πληθυσμό ολάκερο. Όπως, βασικά, στον έρωτα τίποτα δεν ισχύει απόλυτα για τον πληθυσμό ολάκερο – εκτός, ίσως, από το γεγονός πως η Σκάρλετ Γιόχανσον είναι το sex symbol της δεκαετίας, που αποτελεί γενική αλήθεια, κι όποιος διαφωνεί, κρεμάλα στο Σύνταγμα.
Δεν ξέρω, πραγματικά, πώς βγήκε η ιδέα πως υπάρχουν κατηγορίες και κάστες, απροσέγγιστες για μερικούς, προσβάσιμες γι’ άλλους. Ίσως η μόδα της εποχής να θέλει μερικούς πιο ωραίους, άλλους πιο άσχημους, φτιάχνοντας μια πυραμίδα κοινωνικής αποδοχής. Ίσως η λογική του «μπορώ/δε μπορώ» ν’ αποτελεί μια πρώιμη μορφή ψυχολογικής άμυνας στην πιθανή απογοήτευση της συναισθηματικής εμπλοκής. Κι ίσως μικροί να μην τρώγαμε το λαχανόρυζο.
Το θέμα είναι πως τους περιορισμούς τούς βάζουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας, με βάση πώς αξιολογούμε την εικόνα των άλλων, και, κυρίως, τη δική μας. Γι’ αυτό, και στην ουσία του, το ζήτημα της ύπαρξης ή μη κατηγοριών κι επιπέδων στον έρωτα είναι ζήτημα προσωπικό.
Προσωπικό, ναι, με μια μικρή παγίδα: είναι προσωπικό όχι μόνο για τον εαυτό σου, αλλά και για τους άλλους. Δεν μπορείς να τα έχεις όλα, είναι φυσικό να μην αρέσεις σε πολύ κόσμο, για πολλούς λόγους. Κι όσοι λένε πως μπορείς να «έχεις όποιον άνθρωπο θέλεις», να ξανακοιταχτούν στον καθρέφτη, και ν’ αναρωτηθούν αν μ’ αυτά τα μούτρα θα γυρίσει να τους κοιτάξει η επιφανειακή ντίβα που πήγαν κι ερωτεύτηκαν.
Εντέλει, όμως, καταλήγω και καταλήγεις με κόσμο που μας ταιριάζει. Ελκύουμε, όλοι μας, ανθρώπους στη βάση ταιριαστούς, και μας ελκύουν, όλους μας, άνθρωποι στη βάση ταιριαστοί. Ναι, μπορεί ο θαυμασμός να περάσει κάποια όρια, και ναι, ίσως πολλές εντυπώσεις μας είναι και λίγο σκάρτες. Αλλά, κατά βάσιν, όλοι ψάχνουν κάποιον που να στέκεται δίπλα – ούτε πίσω, ούτε μπροστά τους.
Δεν υπάρχει κίνδυνος ν’ απογοητευτείς λόγω διαφοράς κατηγορίας. Μπορεί να σ’ απογοητεύσει ο χαρακτήρας του ανθρώπου, ίσως κάποια συμπεριφορά του. Ίσως να μην ταιριάζουν τα χνώτα σας, ίσως να μην υπάρχει αρκετή αγάπη, ίσως να μην είναι να ’στε μαζί.
Κι ίσως να είμαι ακόμη ζαλισμένος από χθες, και να λέω ένα μάτσο μπούρδες.