«Τρέμει στον αγέρα, σαν τελευταίο φύλλο σε καμένο δέντρο» ψιθυρίζει ο δολοφόνος από το Sin City, και κάπως έτσι τη θυμάμαι να περιμένει σε μιαν Αλεξανδρούπολη· παγωμένη.
Ξανθιά, κοντούλα, γαλάζια ή πράσινα μάτια. Συνεννοηθήκαμε.
Τη γνώρισα σε χώρο που, αν δεν είχε να κάνει με οικογενειακή υποχρέωση, δεν θα πατούσα ποτέ και για κανένα λόγο. Προσπάθησα να την ξεμοναχιάσω, βγήκα κάρτα στο πεντάλεπτο, κοκκίνισα, ευτυχώς δεν φάνηκε κιόλας, έτσι μελαχρινός που είμαι.
Σιχαίνομαι που μερικές φορές δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε. Διαφορά ηλικίας και εμπειριών μάλλον. Έβγαλε εφηβεία με λεύκωμα και μαρκαδόρο στο θρανίο, έβγαλα εφηβεία… — καλύτερα μην πάμε εκεί. Το θέμα είναι πως βιώνω μερικές φορές την παντελή απουσία καλωδίου μεταξύ μας, την ολοκληρωτική αποτυχία της βασικής σύμβασης κάθε επικοινωνίας, αυτής του πομπού-δέκτη. Γυρίζω μαζί της στην πρώτη γνωριμία. Εκεί που κοιτάς τον άλλον ίσια στα μάτια, και κάπου πίσω από το βλέμμα του τρακάρεις σε σοβά. Καμία επαφή.
Σιχαίνομαι που με κάνει να αισθάνομαι νευρικός. Δεν το ξέρουν πολλοί αυτό, αλλά όταν αγχώνομαι, τραυλίζω και γίνομαι αδέξιος. Μπερδεύω λέξεις, φράσεις, σπάω ποτήρια, ματώνω τα χείλη μου από το δάγκωμα. Η ιστορία μάς λέει ότι όλα θα πήγαιναν καλά, μα έχει το βλέμμα εκείνο, που σε στέλνει για γαλατάκι στη μαμά σου, κι αυτό δεν το αντέχω. Η χειρότερή μου στιγμή είναι όταν αισθάνομαι άβολα.
Σιχαίνομαι που δεν μπορώ ποτέ να καταλάβω τι έχει στο νου της. Είμαι καλός στο να διαβάζω ανθρώπους. Βασίζομαι στο να διαβάζω ανθρώπους, εκεί στηρίζομαι για το μηδένισμα της απόστασης μεταξύ μας. Η έκφρασή της όμως είναι από αυτές που κρύβουν πάντα μέσα τους κάτι το απροσδιόριστο, χωρίς να είναι επιτηδευμένη. Από τους ανθρώπους που σου δίνουν την εντύπωση ότι γεννήθηκαν για να κρύβονται από κάτι.
Σιχαίνομαι και που αργεί.
«Έχεις βαρεθεί να τρέχεις, δεν αντέχεις την μοναξιά σου» λέει ο φονιάς. «Όχι» του απαντά η γυναίκα στα κόκκινα. Και νιώθω, κάθε που την βλέπω, αυτόν το διάλογο να παίζει σε λούπα στο κεφάλι μου.
Δεν έχω κανέναν απολύτως λόγο να τη νοιάζομαι, ούτε στο ελάχιστο. Έχω δει πολλά όμορφα πρόσωπα, ούτε η πρώτη θα είναι, ούτε η τελευταία. Τις σκέψεις μας χωρίζουν τα πάντα, ο τρόπος που μεγαλώσαμε, η νοοτροπία, τα όνειρα, οι στόχοι. Είμαστε δυο παράλληλες ευθείες στο χωροχρονικό συνεχές.
Δεν μπορώ όμως να πω πως αδιαφορώ. Το αντίθετο μάλλον.
Παρ’όλο που δεν έχουμε τίποτα να πούμε, νιώθω μια στοιχειώδη επικοινωνία μεταξύ μας, κάτι πιο πρωτόγονο από τις λέξεις και τις φράσεις. Μέσα σε στιγμές σιωπής, μέσα σ’ ένα ειρωνικό σχόλιο, ή κάθε που την αποκαλώ «μικρή», αισθάνομαι μικρές εκρήξεις στην ατμόσφαιρα, εκρήξεις με χρώματα και μουσικές.
Μ’ αρέσει που ξέρει να με προκαλεί. Λίγοι μπορούν να με φέρουν σε δύσκολη θέση, πολύ λιγότεροι αυτοί που το καταφέρνουν χωρίς κάποια εξουσία πάνω μου. Τα σχοινάκια με τα οποία με κατευθύνει δεν τα λες «εξουσία», τα λες «μαγεία». Όχι, «γητεία» πες τα καλύτερα. Σαν να’ μαι φίδι κάπου στην Βαγδάτη και να με παιδεύουν με τον αυλό.
Με φέρνει στα όριά μου, μ’ εκνευρίζει, με πιάνει απροετοίμαστο, αλλά ξέρω πως δεν θα το βρω σε καμιάν άλλη αυτό. Ξέρω πως δεν υπάρχει βιβλίο, ταινία, κομμάτι που να μπορεί να μου προκαλέσει τόσα συναισθήματα όσα εκείνη. Μόνο που θα πέσουν οι ίριδές μου στις δικές της, και θα τις δω να χρυσίζουν στο ημίφως του μπαρ, ξέρω, είναι μοναδικό.
«Την παίρνω στην αγκαλιά μου, το άρωμά της μια γλυκιά υπόσχεση, που με δακρύζει. Της λέω πως όλα θα πάνε καλά, πως θα την σώσω απ’ ό,τι την τρομάζει, πως θα την πάρω και θα φύγουμε πολύ, πολύ μακριά.»