Έμαθα πως γύρισες Ελλάδα.

Ναι, για σένα μιλάω. Καριολάκι. Που νόμιζες πως δεν θα το μάθαινα.

Σ’ ευχαριστώ κατά βάσιν. Μου έμαθες πως κανείς δε χρωστάει να νοιάζεται για το πώς νιώθω. Επίσης, μου άρεσε πολύ το μπλουζάκι σου, αυτό που φορούσες τη μέρα που σε πέτυχα στο δρόμο κι άλλαξες πεζοδρόμιο.

Θέλω, όμως, να πάρεις τις βαλίτσες σου και να τσακιστείς πίσω στο Ντύσελντορφ ή σ’ όποια άλλη κωλότρυπα κρυβόσουν στην Γερμανία. Και δεν θέλω να φύγεις, γιατί δεν θέλω να σε βλέπω –κάθε άλλο.

Ούτε γιατί μπορεί και να πηδιέσαι ακόμα με τον φίλο μου τον… Όχι, δεν θα το πω, για να μην καρφωθώ τελείως.

Τέλος πάντων, δεν είσαι εσύ το θέμα, εγώ είμαι.

Δε μου κάνει η παρουσία σου καλό, νιώθεις;

Δεν έχω αποτοξινωθεί ακόμα από την πάρτη σου –δεν θέλω να αποτοξινωθώ, είσαι γαμημένο υλικό για χρόνια.

Μπήκε στη ζωή μου το κρασάκι και μπόρεσα να ζήσω με το να σε θυμάμαι. Αλλά άπαξ κι είσαι εδώ, δε μας σώζει ούτε δωρεά του Τσάνταλη. 

Γιατί πάνω που όλα πάνε καλά, να μπαίνουν στις ζωές μας οι πιο ακατάλληλοι άνθρωποι;

Κι εκεί που λες ανάσκελα πριν κοιμηθείς, «Τέλεια, όλα είναι στη σειρά τους», γιατί τότε, μα μόνο τότε, να έρχεται η άλλη και να στα γυρνάει ανάποδα;

Δεν σ’ ερωτεύτηκα γιατί είσαι όμορφη, αν είσαι όμορφη. Σ’ ερωτεύτηκα γιατί κάθε φορά που περνούσες δίπλα μου, σ’ ένιωθα όμορφη.

Δεν καταλαβαίνεις τι εννοώ μάλλον.

Να στο σπάσω.

Μου μιλούσε ο τρόπος που περπάταγες.

Είσαι όμορφη σε κάτι μικρές λεπτομέρειες. Στα χείλη σου, που φαίνονται να χαμογελάνε λίγο, όταν κλείνεις τις ατάκες σου. Στην φωνή σου, που είναι λίγο μπάσα, χωρίς βραχνάδα, που τη νιώθω να μου κρύβεται. Είσαι όμορφη με έναν τρόπο που δε θα δει κανένας. Μυρίζεις υπέροχα. Δεν ξέρω να στο πω αλλιώς.

Μπορεί να θυμάσαι που σου’ χα πει, «Αν ήσουν σωστή, όπως είσαι κι όμορφη, ο κόσμος θα ήταν καλύτερος».

Ο κόσμος δε θέλει την ομορφιά την πάνω-πάνω, από αυτήν έχει μπόλικη.

Θέλει ομορφιά σαν την δική σου, αυτήν που δεν την βλέπεις με τη μια. Την ομορφιά την πάνω-πάνω τη βαριέσαι κάποτε. Το άρωμα μένει για χρόνια στο λουλούδι. Ο κόσμος δε θέλει παραπάνω λουλούδια, θέλει παραπάνω αρώματα.

Μάλλον όμως σε παρεξήγησα.

Λες στις φίλες σου, είμαι κακός κι εγωιστής και τρελαμένος.

Και, ξέρεις; Η αλήθεια είναι πως παίζει και να’ μαι.

Γι’ αυτό και δε θέλω να σε δω, με έχεις κουράσει, με έχει κουράσει να σε σκέφτομαι, δε θέλω να ασχολούμαι άλλο με την πάρτη σου, πώς το λένε; Όχι δηλαδή πως θα σταματήσω κιόλας, αλλά για να τα λέμε στα ίσα που και που. 

Μόλις κατάλαβα πως, πιθανότατα, δε σε νοιάζει και πολύ το τι έχω να σου πω.

Αλλά δεν τα λέω για ν’ ακούσεις. Συνήθως προσπαθώ να κάνω τον κόσμο να χαμογελάει, γιατί να πάνε να γαμηθούνε κι οι αγώνες και η σοβαρότητα κι οι γνώσεις και τα πάντα, αν ξεχάσουμε να χαμογελάμε και να ερωτευόμαστε.

Τα σημερινά απλώς θέλω να τα πω.

Για να τελειώνουμε, επειδή έχω και δουλειές: Έχεις τα πιο όμορφα μάτια που έχω δει.

Άντε γαμήσου.

 

Συντάκτης: Γιώργος Γραμματόπουλος