Έχω έναν φίλο, το Νίκο.
Κάθε φορά που τον βλέπω, θυμάμαι (σ’ έναν, πραγματικά, περίεργο συνειρμό) κι ένα φιλμ που έτυχε να δω. Συγκεκριμένα, το «What Is That», μια προσπάθεια να εξάγουμε την ελληνική σκηνοθετική παράδοση και την φάτσα του Μπουγιούρη.
Στην ταινία, έχουμε δυο πρόσωπα, πατέρα και γιο, κι έναν σπουργίτη. Ένα από τα πρώτα που προσέχεις, είναι το άδειο βλέμμα του πατέρα, αυτό που έχουν όλοι οι μεγάλοι άνθρωποι, όταν η ηλικία τους πειράζει το μυαλό.
«Τι είν’ αυτό;», ρωτάει. Ρωτάει μια φορά, δυο, τρεις τον γιο του. Κι ο γιος, στα όρια της υπομονής του, απαντά και τις τρεις, «ένα σπουργίτι». Την τέταρτη φορά που ρωτά ο πατέρας, ο γιος δεν αντέχει άλλο.
Κάπως έτσι πάει και με το Νίκο. Ένα παιδί, που κανείς δεν έχει σε μεγάλη εκτίμηση. Είναι, βλέπεις, απ’ αυτούς που ο μέσος άνθρωπος καλεί «βλαμμένους». Προσπαθώ να τον πάρω στα σοβαρά, αλήθεια. Και συνήθως τα καταφέρνω. Μα η αφέλειά του, η βλακεία του, αν θες, μερικές φορές με κουράζουν.
«Κανείς δεν οφείλει ν’ ανέχεται τον κόσμο γύρω του, όσο κοντά του κι αν είναι. Οι άνθρωποι ζουν τη δική τους ζωή, όχι την ζωή των γύρω τους. Δεν σ’ αναγκάζει κανείς να υποφέρεις τα κουσούρια τους. Κι η υπομονή έχει και τα όριά της. Πόσο μπορείς ν’ αντέξεις κι εσύ πια; Και δεν έχεις και καμιά υποχρέωση, έτσι; Από την καλή σου την καρδιά το κάνεις. Αλλά μερικές φορές, βάζεις μια κόκκινη γραμμή και λες, δεν πάει άλλο.»
Αυτά κάπου, κάπως, κάποτε, συμφώνησε το είδος μας να λέει, για να κουκουλώνει τις ζημιές του.
Στην ταινία, ο γιος ξεσπάει. Θες από τη στενοχώρια του, θες από την πνευματική κούραση, βάζει τις φωνές στον μπαμπά του. Αυτός, ανέκφραστος, του φέρνει ένα ημερολόγιο που κρατούσε. Του δείχνει το σημείο, «δυνατά», του λέει, και τον ακούει να διαβάζει:
«…Ο γιος μου με ρώτησε είκοσι μία φορές τι είναι αυτό. Και του απάντησα και τις είκοσι μία φορές, ότι ήταν ένα σπουργίτι. Τον αγκάλιασα τρυφερά και τις είκοσι μία φορές που μου έκανε την ίδια ερώτηση, ξανά και ξανά, χωρίς να εκνευριστώ, νιώθοντας στοργή για το αθώο μου αγοράκι.»
Κάποτε είχα κι εγώ τα θέματά μου. Δεν ήξερα, βασικά, τι κάνω στην ζωή μου. Τότε πετυχαίνω το Νίκο, που μου λέει, πετώντας στα σύννεφα, πως έπιασε δουλειά σε μια δημόσια υπηρεσία. Με ρωτά τι σκοπεύω να κάνω, κι απαντώ πως δεν έχω ιδέα. Τότε, με πιάνει από τους ώμους, μου ρίχνει ένα σκαμπίλι στην πλάτη, και μου ψιθυρίζει: «Ρε, μην ανησυχείς. Εγώ είμαι εδώ.»
Ο γιος πήρε μια μεγάλη αγκαλιά τον πατέρα, χωρίς καν τη φωνή να του ζητήσει συγγνώμη. Εγώ, ούτε αυτό δεν έκανα. Ακόμη την χρωστάω.
Υπομονή δεν δείχνεις από την καλή σου την καρδιά. Υπομονή δείχνεις, γιατί είναι υποχρέωσή σου απέναντι στο ανθρώπινο είδος. Είναι ένα από τα πράγματα που απλώς δίνεις, σαν αντάλλαγμα για όλα τ’ άλλα ωραία: την αγάπη, την θάλασσα, την σοκολάτα…
Δεν μπορώ να στο τεκμηριώσω επιστημονικά. Είναι απλώς όμορφο. Είναι όμορφο να κάνεις υπομονή, δίνει χαρά απ’ το τίποτα.
Όπως κάθε τι που θέλει δύναμη, είναι δύσκολο. Κι όλοι κάποια στιγμή θα κλατάρουμε, ανθρώπινο είναι. Δε σημαίνει, όμως, πως το κλατάρισμα δικαιολογείται, ούτε πως έχεις δικαίωμα να τα παρατήσεις. Γιατί, εκεί που τα παρατάς εσύ, ο άλλος συνεχίζει. Και συνεχίζει, όχι για να φυλάξει τον εαυτό του, αλλά για να προστατεύσει εσένα από το να πληγωθείς.
Η υπομονή δεν είναι προσόν, είναι οφειλόμενη ευγνωμοσύνη.
Δεν έχει όρια. Ή, μάλλον, τα όριά της, δεν είναι αντικειμενικά. Εσύ τα βάζεις, η αντοχή σου, το πόσο μπορείς να κάνεις τον εαυτό σου στην άκρη για τους άλλους. Πόσο σωστός αντέχεις να είσαι στον απέναντί, πριν το «εγώ» σου αρχίσει να γίνεται αφόρητα ενοχλητικό.
Βέβαια, η αλήθεια είναι, πως κανείς δεν σ’ αναγκάζει.
Οπότε, καταλήγουμε στην κρίση και τα κότσια σου. Θες να δώσεις πίσω λίγα, από τα πολλά που πήρες τσάμπα; Από τα δεδομένα σου; Από αυτά τα οποία έχεις συνηθίσει τόσο, που δεν νιώθεις καν;
Την επόμενη φορά που θα σε κουράσει κάτι μικρό στους γύρω σου, πες «μια ακόμα».
Και λέγε το μια ζωή.