Θέλω να φωνάξω στο μετρό.
Δεν είμαι ψυχασθενής. Θέλω να σηκωθώ, να ρουφήξω όσον αέρα αντέχουν τα πνευμόνια μου, και να φωνάξω με όση δύναμη έχω.
Μ’ενοχλεί η ησυχία του συρμού.
Είμαι επαρχιώτης εγώ. Ξέρω τα λεωφορεία μας να είναι θορυβώδη: παρέες, κόσμος που δεν γουστάρει και τσακώνεται, ζευγάρια που φιλιούνται γαλαρία. Κάθε που κατεβαίνω Συντάγματος, με πιάνει η ψυχή μου.
Ο Αθηναίος δεν ξέρει να λέει καλημέρα. Θα πέσεις πάνω του, θα σ’ αγριοκοιτάξει, θα ψαχτεί, θα φύγει. Φταίει δε φταίει, συγγνώμη δεν ζητάει. Δεν ξέρω γιατί δεν έχετε χρόνο για τον κόσμο γύρω σας. Ακόμα κι όταν κάθεστε σε μια καρέκλα, και περιμένετε να φτάσετε.
Ανεβαίνετε το πρωί, πολύ πρωί για φοιτητή, στις οκτώ, εννιά. Δεν σας καταλαβαίνω. Τέτοιες ώρες, όλοι θέλουν να πιουν τον καφέ τους, ν’ ακούσουν έναν καλό λόγο, ν’ ανοίξει το μάτι, βρε αδερφέ. Τι σας έχουν κάνει εσάς; Όλοι, μουρτζούφληδες, περιμένετε, με τους καφέδες σας άθικτους, στα θερμός σας. Σας χαιρετά ένας ξένος, και τον κοιτάτε σαν να σας έβρισε.
Ναι, επικίνδυνη, μεγάλη πόλη και τα ρέστα. Αλλά δεν αρέσει μόνο σε μένα ν’ακούω μια καλή κουβέντα το πρωί, έτσι;
Δεν μπορώ να πω πως κατεβαίνω συχνά. Τρεις φορές τον χρόνο. Ο κόσμος, πάντα θα μου κάνει εντύπωση.
Να γιατί με ψυχοπλακώνει το μετρό. Καμιά χιλιάρα κόσμος, κάτω από το χώμα, σαν τυφλοπόντικες, άγνωστοι μεταξύ τους, να σκάβουνε να βγούνε. Όντως τυφλοπόντικες. Δεν κοιτάνε δεξιά αριστερά, δεν λένε μια κουβέντα με τον διπλανό για τον καιρό. Κι όλο βιάζονται, βιάζονται, βιάζονται… Σκάβουν προς το φως, για να ξεχάσουν πάλι σήμερα να το χαρούνε.
Είμαι άνθρωπος του περπατήματος. Μ’ αρέσουν στην Αθήνα τα πρωινά στο κέντρο, ο ήλιος, ο πρωινός γιάπης, χίλιες γλώσσες που ακούς, κι ας μην καταλαβαίνεις.
Το μετρό είναι για κόσμο πολυάσχολο. Κρατήσου να μην πέσεις, ρίξε το κεφάλι σου στο πάτωμα, ήσυχα, και βγες στην ώρα σου. Σ’ όσους αρέσει ν’ αργούν, περπατάνε.
Ίσως γι’ αυτό να μην έχει κανένας όρεξη, μερικές δεκάδες μέτρα κάτω από το κέφι της Ερμού. Δουλειές, υποχρεώσεις, μεγαλίστικα πράγματα. Ο κόσμος δε θέλει να παιδιαρίζει, έχει ευθύνες.
Και, να σου πω, τον καταλαβαίνω. Η Αθήνα τρέχει, ο ρυθμός της είναι συνεχής, αδιάκοπος, κομμάτι της ομορφάδας της κι αυτό. Μα ξέρω κι άλλα της όμορφα κομμάτια. Έναν δρομέα από γυαλί, τα γκράφιτι στα δυτικά, τον Άγιο Λάζαρο στον Βύρωνα…
Όταν ανοίγουν οι πόρτες, ο κόσμος σφηνώνεται να βγει. Θα’ θελα να καταλάβαιναν, πως ο μόνος τρόπος να βγουν από την τρύπα τους μια ώρα αρχύτερα, είναι μια ουρά, και λίγη ευγένεια, για να την κρατήσουν.
Θέλω να φωνάξω στο μετρό.
Το βαγόνι με πνίγει. Με πνίγει που είναι στριμωγμένο. Με πνίγει που είναι κάτω από το χώμα.
Με πνίγει πάνω απ’ όλα, όμως, που καταφέραμε και, μέσα σ’ ένα φισκαρισμένο κλουβί, σ’ ένα χαντάκι κάτω από το χώμα, που καταφέραμε και δεν μιλιόμαστε.