«Στ’ αρχίδια μου για τη μαμά και τον μπαμπά. Δεν μ’ ενδιαφέρει η γνώμη τους. Δεν πα να την πούνε και Σοράγια, μόνος μου την διάλεξα, να κόψουν το λαιμό τους να συνεννοηθούν μαζί της. Δεν θα τους ρωτώ κάθε φορά που θέλω να πηδήξω, μεγάλο παιδί είμαι…»
…δεν έχει πει κανένας λογικός άνθρωπος, ποτέ.
Όλοι το παίζουν χειραφετημένοι, και καλά ότι είναι κουλ και αραχτοί και ότι είναι ασήμαντη η στιγμή της γνωριμίας του ετέρου του ημίσεως με την μανούλα. Όλα, μέχρι τα πέντε δευτερόλεπτα πριν ανοίξει η πόρτα του πατρικού. Τότε ρίχνει η κυρά- Σούλα το γνωστό βλέμμα- σκάνερ, που το βλέπει ο Βέιντερ και κλείνεται στην Αγια- Θέκλα. Και τότε οι παλμοί σου σκαρφαλώνουν τόσο, που καλύπτουν ομοβροντία ΑΚ47.
Κυρίως όμως, τότε είναι που ρίχνεις βλέφαρο στην Φιλίτσα δίπλα σου, κι αναρωτιέσαι τι θα είχε γίνει, αν δεν είχες κεράσει το γαμημένο το σφηνάκι (σ.τ.ε: η Φιλίτσα είναι η μόνη γκόμενα που έπεσε με σφηνάκι).
Αν οι αμφιβολίες ζωής, η κρίση πανικού και οι τάσεις αυτό -εκπαραθύρωσης δεν δηλώνουν σημαντική στιγμή, τότε τι τη δηλώνει;
Ναι, ζεις σε ανεξάρτητη κι εναλλακτικιά κοινωνία, ναι, το «Broakback Mountain» και η «Ζωή της Αμελί» έχουν σκάσει ακομπλεξάριστα στους σινεμάδες, ναι, η μοιχεία δεν είναι πια έγκλημα. Αλλά κάποια πράγματα, όπως το Βιτάμ, η βλακεία, και η γνωριμία με την πεθερά, δεν αλλάζουν, που να κάνεις τον κώλο σου τσουλήθρα.
Κι αν είσαι από εκείνα τα προοδευτικά καλόπαιδα, που νομίζουν πως, επειδή ζουν μια εικοσαετία, έχουν ξαφνικά ορφανέψει, σου έχω μια μικρή πρόκληση:
Καν’ το.
Σύστησέ την στην μάνα σου.
Αν δεν είναι τόσο σημαντικό για σένα, γιατί δεν το κάνεις; Παρ’ την από το χεράκι, και πηγαίνετε στο πατρικό σου, να φάτε αξιοπρεπές γκιουβέτσι. Τι φοβάσαι; Το κοτόπουλο και το κριθαράκι;
Ο λόγος που δεν πρόκειται να το κάνεις, είναι, όχι επειδή θεωρείς ασήμαντη τη γνώμη τους, αλλά, ίσα ίσα, επειδή την έχεις για πολύ σημαντική.
Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει και πως είναι όντως σημαντική.
Μια άποψη από μόνη της, είναι απλώς μια άποψη, κι ένας άνθρωπος από μόνος του, είναι απλώς ένας άνθρωπος. Αυτό που τους κάνει σημαντικούς, είναι εκείνη η φωνούλα στο πίσω μέρος του μυαλού μας, που μας ψιθυρίζει πως πρέπει να τους ακούμε, και να τους θαυμάζουμε. Εν ολίγοις, εμείς οι ίδιοι.
Έχει τύχει ποτέ να σκοτιστείς με την άποψη που κουβαλά για σένα ο Αδάμ Γραμματικός ή ο Φιλάρετος Σπανοδημήτρης; Όχι. Γιατί; Γιατί δεν τους ξέρεις. Κομματάκι παραπάνω νοιάζεσαι για την άποψη κάποιων γνωστών κι ασπόνδων φίλων. Λίγο παραπάνω σε ενδιαφέρουν οι πραγματικοί σου φίλοι. Πιο ψηλά βάζεις τις γνώμες των κολλητών σου. Και, στην κορυφή, τ’ αδέρφια, η μάνα κι ο πατέρας.
Αυτό τι πάει να πει, πως ο Αδάμ θα βγάλει τη ζωή του στο παγκάκι, ή πως η μάνα σου θα θεραπεύσει τον καρκίνο; Ο λόγος που σε νοιάζει το τι έχουν να πουν, είναι επειδή εσύ τους δίνεις αξία, όχι επειδή έχουν οι ίδιοι κάποια αντικειμενική αξία. Κανένας άνθρωπος δεν έχει αντικειμενική αξία. Αν είχε, δεν θα ήταν άνθρωπος, αλλά οικόπεδο.
Η πικρή πραγματικότητα είναι πως, ο μόνος λόγος που μπορεί ο περίγυρός σου να κρίνει την προσωπική σου ζωή, είναι γιατί τον αφήνεις.
Θα ήταν πολύ ωραία αν μπορούσες να πετάξεις έξω όλους αυτούς που θέλουν να κάνουν τις ερωτικές σου επιλογές, του παππού τους το τσιφλίκι. Το πρόβλημα είναι πως έχεις μεγαλώσει έτσι, ώστε να εμπιστεύεσαι για μια μεγάλη περίοδο της ζωής σου μερικούς ανθρώπους, που έπαιρναν αποφάσεις ζωής και θανάτου για σένα, χωρίς εσένα. Και καλά έκαναν. Σου αφήσαν, όμως, ένα μικρό κουσούρι. Όσα χρόνια και να περάσουν, πάντα το οκτάχρονο μέσα σου θα λέει, πως η μανούλα, η δασκάλα, ο κολλητός, έχουν πάντα δίκιο.
Κι άρα, όσα χρόνια και να περάσουν, η στιγμή που περιμένεις την μάνα σου να κρίνει την επιλογή συντρόφου σου, είναι μια στιγμή αίματος, δακρύων και ιδρώτα, κοντολογίς μια στιγμή σημαντική.
Άσε λοιπόν τα νταηλίκια, δεν κοροϊδεύεις κανέναν.