Κάθε που βρέχει, χιλιάδες σταγόνες, μοναδικές, μα κι όμοιες, σε μουσκεύουν.
Όσο κι αν το βρίσκω ποιητικό, δεν θα το σύγκρινα ποτέ με ένα όμορφο ξημέρωμα.
Μια ηλιαχτίδα να σπάει τα στόρια, και να δείχνει τη σκόνη του δωματίου ξυπνώντας σε. Γυρνάς, και ξέρεις πως δεν ήταν όνειρο, έχεις άνθρωπο στην αγκαλιά σου. Σε μια κούπα, κρύος χθεσινός καφές, και, λίγο πιο μπροστά, καπνός , χαρτάκια και φιλτράκια – η καλύτερη θέση για να μην πέσει ο καπνός, και να μη χυθεί ο καφές. Στο κομοδίνο, ένα ξυπνητήρι, από τα ψηφιακά, που τα πετάς στο πάτωμα και (θαύμα!) σπάνε.
Στρίβεις τσιγάρο και πίνεις μια γουλιά, ενώ δίπλα σου παίζει ένα άχαρο γουργουρητό – σε νιώσανε, μα δεν το’ χεις να σηκωθείς, κι αράζεις στο σκέπασμα, με προσοχή, μην τη ξυπνήσεις.
Και πάνω που έχεις στρίψει κι ανάψει, κι ο καφές σου μυρίζει κολομπιάνος, ανοίγει το ραδιόφωνο δίπλα, και παίζει τ’ «Όνειρο». «Για να σε βρω/γύρισα ολόκληρο τον κόσμο/μα πάλι επέστρεψα εδώ…». Τότε η μικρή που κουρνιάζει στο μπράτσο σου ανασκουμπώνεται. Τεντώνεται αδέξια, με γλύκα μολαταύτα, και σε κοιτά γλαρωμένη.
-Ώρα;
-Πρωί.
-Τζούρα.
-Δεν το’ χεις κόψει;
-Άντε γαμήσου.
Θες κάτι παραπάνω;
Ποτέ μου δεν κατάλαβα τα ζευγάρια που ιντριγκάρουν, σχεδιάζουν, προγραμματίζουν και μετά σκοτώνονται για τ’ άπλυτα. Λες και κάνανε συμφωνία με τον Πανάγαθο να τα ξαναζήσουν όλα σε repeat. Τρέχουν όλη μέρα, μόνοι τους, και μετά γυρίζουν και λένε για τη δουλειά τους, και μαγειρεύει αυτή, κι αυτός βλέπει τον αγώνα, κι αυτή του γκρινιάζει, αντί να τον πάρει μια αγκαλιά.
Καημένοι άνθρωποι, χαμένοι στις λούπες και τα τριπάκια που στήσανε, για να μη λένε πως ξεχάσανε να ζούνε.
«Έχω δουλειά» λέει. Σου’ πε κανείς να μην πας; Μα πριν πας, πριν πάτε, αγκαλιαστείτε. Ξυπνήστε δυο ώρες πιο νωρίς, και δείτε ο ένας τον άλλον. Κι όταν γυρίσετε, μη μαγειρέψετε, καθίστε στον καναπέ με πιτόγυρα και κατεψυγμένες πίτσες.
«Έχω δουλειά». Βεβαίως. Όλοι έχουν μια δουλειά, κάτι να κάνουν. Κι οι συγκοινωνίες θέλουν ώρα, κι η πίκρα της καθημερινότητας σου παίρνει λίγο-λίγο τη διάθεση ν’ ασχολείσαι.
Αλλά το άτομο δίπλα σου τι κάνει;
Ο Θεός μας ταίριαξε για να τη βγάζουμε μαζί, όχι για να γινόμαστε φορτώματα. Ο άνθρωπός σου είναι ανάσα δροσιάς, σαν αποσμητικό τουαλέτας ένα πράμα. Κάνει τη διαφορά.
Τα λεφτά είναι χαρτιά, τα ρούχα είναι πανιά, τα έπιπλα είναι ξύλα και παλιοσίδερα. Χαρτί, πανί, μέταλλο, ξύλο βρίσκονται. Οι άνθρωποι όμως είναι στην αγάπη τους, στο πώς θα σε πάρουν στα χέρια τους, πώς τα δάχτυλά τους θ’ ακουμπήσουν την παλάμη σου καθώς τους κερνάς απ’ τον καπνό σου.
Ξέρω, ακούγομαι πολύ χίπης κι ιδέας, μα, κάποιες στιγμές, ο κόσμος πρέπει να μάθει να ξεχνά το εικοσιτετράωρο, και ν’ αφήνεται στην ώρα που έχει μπροστά του. Υπάρχουν στιγμές που δεν έχεις εικοσιτέσσερις ώρες, που δεν έχεις ούτε τέσσερις.
Κάποια στιγμή τα νεύρα σου θα τσακίσουν. Θα σε πνίξουν οι υποχρεώσεις, θα σου φωνάξουν και θα σε βρίσουν. Και τότε θα γυρίσεις σπίτι, και θα’ χεις τον έρωτά σου, και δυο γόπες στο τασάκι. Εκεί θέλω να θυμάσαι. Μη σκεφτείς το αύριο, σκέψου τι γίνεται τώρα.
Ο χώρος δεν νοείται χωρίς χρόνο· το πού είσαι είναι ασήμαντο, αν αγνοείς το πότε. Δεν είσαι πουθενά, αν σκέφτεσαι αυτά που περάσαν ή θα έρθουν. Γι’ αυτό, πάρε μια αγκαλιά τον έρωτα της ζωής σου σήμερα. Τώρα.
Ρε, ακούς που σου μιλάω; Σήκω από την οθόνη, βρες τη γυναίκα των ονείρων σου και κόλλα την σ’ έναν τοίχο.
Γιατί διαβάζεις ακόμα;