Αλλαγές. Αν μπορούσε κανείς να μιλήσει για την πιο ζόρικη δουλειά που σε αναγκάζει η ζωή να κάνεις, θα έλεγε γι’ αυτές τις αλλαγές. Απ’ το παλιό σκισμένο τζιν που πρέπει να πετάξεις και δεν πρόκειται να βρεις άλλο που θα σε βολεύει τόσο, από δουλειά σε δουλειά, από σπίτι σε σπίτι, από μέρος σε μέρος κι από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Θαυμάζω ειλικρινά τους ανθρώπους που κάνουν αυτές τις αλλαγές με τέτοια ευκολία και χωρίς καμιά νοσταλγία. Είναι σχεδόν αδύνατον όμως να μη σου περάσει απ’ το μυαλό έστω κι η ελάχιστη συγκριτική σκέψη. Ωραίο το καινούριο, αλλά να, το παλιό ήταν διαφορετικό. Δικό σου, το γνώρισες σπιθαμή προς σπιθαμή, ενώ αυτό είναι άλλο, κάπως άβολο.
Οι νέες αρχές είναι άσχημη φάση. Έχεις κάνει τόσο δρόμο να αποκτήσεις το παρελθόν σου και τώρα, άντε πάλι από το μηδέν. Σε άγνωστα νερά να προσπαθείς ξανά να μάθεις, να προσαρμοστείς και να προσαρμόσεις, να συντονιστείς και να συντονίσεις τις νέες συνθήκες, τα νέα πρόσωπα στα δικά σου μέτρα. Και τότε το υποσυνείδητό σου έρχεται να σε τσιγκλήσει χαιρέκακα για ένα αγώνα σύγκρισης. Παρόν εναντίον παρελθόντος, πραγματικότητα εναντίον προσωπικών προσδοκιών.
Εντάξει, ας μην είμαστε κι άδικοι, χωρίς το παρελθόν ή τα όνειρά σου, τι θα ήσουν, ή μάλλον, θα ήξερες τι είσαι; Δεν μπορείς να το βάζεις στην άκρη και να πέφτεις με τα μούτρα στο καινούριο, λες και δεν ξέρεις πόσο πολύ πονάει αν τα σπάσεις. Είναι τουλάχιστον αφελές. Χρειάζεται απλώς μια χρυσή τομή, μια ισορροπία.
Είναι σχεδόν αναπόφευκτο, ακόμα και σαν αστραπιαία σκέψη πάντα θα συγκρίνεις πρόσωπα, καταστάσεις και συνθήκες, άλλωστε πώς αλλιώς θα μπορείς να επιβιώνεις μιας κι ένα σπουδαίο τμήμα των γνώσεών σου οφείλονται σε εμπειρίες. Ναι, λοιπόν, είναι εν μέρει φυσιολογικό να συγκρίνεις κάποιον ή κάτι με κάποιο παρελθόν ή μία ιδέα, ένα όνειρο ή έστω μία σκέψη, είναι όμως άδικο να απαιτείς και να επιδιώκεις τον πλήρη συμβιβασμό του καινούριου και του διαφορετικού με όσα αποτελούν απλή επιθυμία σου.
Κι εκεί κάπου χάνεται η χρυσή τομή που λέγαμε. Άλλο η αστραπιαία σκέψη κι άλλο μία λίστα από απαιτήσεις που τσεκάρεις κάθε βράδυ κι όποιος δεν πληροί τις προϋποθέσεις, έχει χάσει οριστικά το παιχνίδι. Εκεί δε μιλάμε για μια φυσική ανάγκη, αλλά για κάποια εμμονή ακόμα και μερικές ψευδαισθήσεις.
Ο κόσμος, οι άνθρωποι κι η ζωή είναι πολύ δύσκολα κι η πραγματικότητα που μας προσφέρει δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμη απ’ τον καθένα, ωστόσο το να προσκολλάσαι σε κάποιο δήθεν ευτυχισμένο παρελθόν ή σε μια ανικανοποίητη φαντασίωση είναι επικίνδυνο και για όποιον το κάνει και για όποιον το δέχεται.
Και τι καταλήγει να είναι αυτή η επίμονη σύγκριση, ένα καλούπι. Πλάθεις ένα καλούπι όπως το θέλεις εσύ και περνάς τους πάντες και τα πάντα μέσα από αυτό κι όποιος δεν μπορεί να ταιριάξει, δεν αξίζει. Ποιον αλήθεια βοηθάει αυτό; Μένεις μόνος με το καλούπι σου.
Κανένας ποτέ δε βγήκε κερδισμένος απ’ τις υψηλές απαιτήσεις και την υπερβολική επιλεκτικότητα. Η σύγκριση του πριν με το τώρα, του αληθινού με το ιδεατό δεν προσέφεραν σε κανέναν ευτυχία κι αγαλλίαση, αντίθετα ξέρω πολλούς ανθρώπους που τους ώθησαν σε έναν ζόρικο εγωιστικό και πολύ μοναχικό δρόμο.
Δεν μπορείς να συγκρίνεις τους πάντες και τα πάντα, είναι προσβλητικό, όπως θα ήταν προσβλητικό και για σένα να προσπαθεί κάποιος να σε καλουπώσει και να σε κάνει κάτι που δεν είσαι. Αν πράγματι αυτό που έχεις τώρα στη ζωή σου δε σου αρκεί, ίσως δεν το έχεις μετρήσει σωστά μα είναι ουτοπικό να απαιτείς κάτι άλλο που είναι αδύνατο να υπάρξει κάτω απ’ τις ορισμένες συνθήκες.
Μην περιμένεις απ’ το καλούπι σου να σου πει αν είσαι εκεί που πρέπει να είσαι, αυτό θα το αισθανθείς κι αν αποφασίσεις να φύγεις δε θα ήταν ούτε συνετό, ούτε δίκαιο, ούτε κι ασφαλές για ‘σένα να τρέξεις προς τα πίσω, στο παρελθόν που δεν ήθελες να χάσεις, αλλά ούτε και προς κάτι το ουτοπικό που δεν μπορείς να το χωρέσεις στην κάπως μίζερη πραγματικότητα της ζωής.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη