Στο επίκεντρο της δημόσιας σφαίρας τον τελευταίο χρόνο βρίσκεται η Gen Z. Το γεγονός ότι η Generation Ζ, φαίνεται, βάση στατιστικών αναλύσεων, να γερνάει πιο γρήγορα από την αμέσως προηγούμενή της, έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον τόσο στις κοινωνικές συζητήσεις όσο και στα social media. Ηλικιακά, οι μελετητές του Κέντρου «Generational Kinetics» τοποθετούν στην Generation Z, τα άτομα που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1997- 2012. Η ιδιομορφία που παρουσιάζει η συγκεκριμένη γενιά, βρίσκεται στο ότι τα άτομα που την απαρτίζουν είναι ενήλικες αλλά κι ανήλικοι. Σημείο που μας κάνει να αναρωτιόμαστε ακόμα περισσότερο πώς γίνεται κάποιος που βρίσκεται στο άνθος της ηλικίας του να δείχνει μεγαλύτερος απ’ ότι είναι;
Το έναυσμα για να ξεκινήσει το θέμα αυτό, δόθηκε όταν διάσημοι Tik Tokers, σε όλο το κόσμο αποκάλυπταν την ηλικία τους. Οι αντιδράσεις των ακολούθων τους ήταν έντονες καθώς δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως, οι άνθρωποι που έβλεπαν στην οθόνη τους έδειχναν να είναι πέντε και βάλε χρόνια μεγαλύτεροι σε σχέση με τη βιολογική τους ηλικία. Οι δημιουργοί περιεχομένου μπορεί να ήταν για παράδειγμα 25 ετών ενώ να έμοιαζαν για 32.
Άσπρες τρίχες, ρυτίδες έκφρασης, έντονο βαθύ – κουρασμένο βλέμμα. Χρησιμοποιούν πλούσιο λεξιλόγιο, άμεσο, αφηγηματικό, περιγραφικό. Το ύφος τους είναι πιο αυστηρό απ’ ότι θα περιμέναμε να ακούσουμε, πάντα όμως στοχευμένο. Είναι η γενιά που μπορεί να κάνει πολλά πράγματα συγχρόνως. Επεξεργάζεται πολλές πληροφορίες ενώ ταυτόχρονα μαθαίνει µε τεράστια ταχύτητα από κάθε άλλη γενιά. Ξέρουν τι θέλουν να επικοινωνήσουν και το τρόπο που θα επιλέξουν να το κάνουν. Οι Zoomers, όπως αλλιώς είναι ευρέως γνωστοί, έχουν δημιουργήσει μια δικιά τους κοινωνική πλατφόρμα έξω από το διαδίκτυο, με την οποία μπορούν να διαχειριστούν τον κόσμο.
Αν και οι millennials, από την άλλη, αισθάνονται η ψυχολογική τους ηλικία να είναι δέκα χρόνια νεότερη και να μπορούν να ταυτιστούν περισσότερο με τους εικοσπεντάρηδες απ’ ότι με τούς σαραντάρηδες, φαίνεται η γενιά Ζ να μην έχει την ίδια άποψη για τη ζωή. «Τα παιδιά της χιλιετίας» όπως αποκαλούν τους millenialls, είναι όσοι γεννήθηκαν μεταξύ του 1981 – 1996. Είναι εκείνα τα «παιδιά» που βρίσκονται στο μεταίχμιο της κοινωνικής αλλαγής. Παρ’ ότι αυτό το φαινόμενο μπορεί να δείχνει μη ρεαλιστικό, πολλοί κοινωνικοί αναλυτές εξηγούν τους λόγους που υπάρχει αυτή η αντίφαση μεταξύ των δύο γενεών. Σε αντίθεση με τους millennials οι μετά-millenialls, δε γνώρισαν την προϊντερνετική ζωή. Πολλοί απ΄ αυτούς, ήρθαν σε πολύ μικρή ηλικία, σε επαφή με τα κινητά τηλέφωνα (έξυπνα τηλέφωνα), τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και έμαθαν να τα χειρίζονται. Γι’ αυτό το λόγο είναι γνωστοί και ως η iGen. Ταυτίζουν την κοινωνική και εργασιακή τους ζωή με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επικοινωνούν, δημιουργούν σχέσεις μέσω μίας οθόνης. Αντικαταστάθηκε η άμεση επαφή, με το messeger, το snapchat, το viber κ.α. μέσα. Η γενιά όχι μόνο είναι εξοικειωμένη με τη χρήση του internet αλλά θα έλεγε κανείς είναι πλήρως ταυτισμένη με αυτό.
Η επίδραση που είχε η επαφή με τα social media, σε αυτό τον βαθμό με τους χρήστες ήταν ραγδαία. Οι περισσότεροι άλλαξαν τον τρόπο που έβλεπαν το εαυτό τους. Ακολουθούσαν συγκεκριμένες συμπεριφορές, που θεωρούσαν θα τους κάνουν κοινωνικά αποδεκτούς. Ακολουθούσαν ή ακόμα ακολουθούν πρότυπα τα οποία δεν είχαν/ουν σχέση με την ηλικία στην οποία είναι για να μη νιώθουν απομονωμένοι.
Οι millennias αντίθετα στην εφηβεία τους αναζητούσαν τις παρέες και τον εαυτό τους έξω στους δρόμους. Μιλούσαν, δημιουργούσαν δεσμούς, βίωναν με το πνεύμα και το σώμα τους τις διαπροσωπικές τους σχέσεις και δεν ύψωναν οθόνες. Μάθαιναν να ζουν τη στιγμή και όχι να τη φωτογραφίζουν! Η καταπίεση των συναισθημάτων, η μη έκφραση αυτών, η ντροπή, η έλλειψη αυτοπεποίθησης που μπορεί να έχει κάποιος σε αυτές τις ηλικίες, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την πρόωρη γήρανση.
Ο Δρ Friedland καθηγητής νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο του Louisville, σε δήλωσή του είπε: «Βλέπω πολλούς της γενιάς Z να έρχονται στο ιατρείο μου, χωρίς να ξέρουν ποιος είναι ο σκοπός της ζωής τους». Είναι πολύ σημαντικό η ψυχική υγεία να βρίσκεται σε ισορροπία. Να γνωρίζει κάποιος ποιος πραγματικά είναι και τι είναι αυτό που ζητάει. Επιπλέον, ένα κομμάτι της προσωπικότητάς τους διαμορφώθηκε, στρέφοντας το βλέμμα στην επαγγελματική αποκατάσταση και στο εύκολο χρήμα παρά σε μία ακαδημαϊκή πορεία. Αντίθετα, τα χιλιετόπαιδα, αποσκοπούσαν σε μία θέση στο Πανεπιστήμιο κι έπειτα να εργασθούν ως επαγγελματίες.
Οι επιχειρήσεις και υπηρεσίες επιθυμούν να προσλαμβάνουν περισσότερο τη νέα γενιά καθώς θέλει να μαθαίνει συνεχώς, έχει μεγάλες επαγγελματικές προσδοκίες, διαρκώς εξελίσσεται και στοχεύει ψηλά. Ως επαγγελματίες χαρακτηρίζονται από ευελιξία, είναι γρήγοροι, καινοτόμοι και σίγουρα θεωρούν τον εαυτό τους ικανό να τα καταφέρει. Η πίεση αυτή της επιτυχίας, έχει επισημανθεί από τους ειδικούς πως είναι από τις πρώτες αιτίες του γήρατος, καθώς ο οργανισμός προσπαθεί να είναι συνεχώς σε εγρήγορση χωρίς να ξεκουράζεται.
Ανάμεσα στις δύο γενιές μεγάλη διαφορά υπάρχει στον τρόπο που αντιμετωπίζουν το φαγητό. Σπάνια έως και ποτέ θα έβρισκες σε κάποιο σπίτι των mIllennias και boomers κάποιο φαγητό το οποίο να είναι φτιαγμένο έξω από το σπίτι. Πρόχειρο φαγητό έφτιαχναν μόνο οι γιαγιάδες κι αυτό χαρακτηριζόταν ως πρόχειρο μόνο και μόνο γιατί θα εμπεριείχε σίγουρα τηγανιτές πατάτες. To fast food όμως, είναι τόσο πολύ διαδεδομένο σήμερα που ο μέσος 20άρης τρέφεται με υδατάνθρακες, λιπαρά, αναψυκτικά και γλυκά. Τα επεξεργασμένα φαγητά δεν προσφέρουν στον οργανισμό όλες τις απαραίτητες θρεπτικές ουσίες κι έτσι το σώμα δείχνει αδύναμο και ταλαιπωρημένο.
Σημαντικό επίσης αποτελεί το γεγονός πως η GenZ μεγάλωσε μέσα σε μια πανδημία κι έχασε πολύτιμο μέρος της ζωής. Η υγειονομική κρίση, το αβέβαιο μέλλον, η αστάθεια και κοινωνική κρίση έφερε στην επιφάνεια μεγάλο άγχος και stress. Οι νέοι έπρεπε να διαχειριστούν την κρίση αυτή τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Είναι φυσικό επακόλουθο η ανησυχία αυτή που υπάρχει εντός να βγει και προς στα έξω.
Μια νίκη για τους millennials έναντι της GenZ εξωτερικά, που, όμως, σε κάθε περίπτωση, έχει τον δικό τησ φόρο εσωτερικά. Οπότε, τελικά, ποιος είναι ο κερδισμένος;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου