Η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των γονέων και του παιδιού, αποτελεί καταλύτη για την  υπόλοιπη ζωή του, καθώς οι γονείς μας, είναι η βάση μας. Οι γονείς λειτουργούν στα πρώτα στάδια της ύπαρξής μας ως πρότυπα. Μιμούμαστε τις συμπεριφορές τους, τις λέξεις που χρησιμοποιούν, τις κινήσεις τους, το τρόπο που μιλάνε και εκφράζονται.

Οι γονείς μας, είναι εκείνοι που μας έδωσαν τις βάσεις για το πώς αντιλαμβανόμαστε το κόσμο, για το πώς θα λειτουργήσουμε σαν άνθρωποι τόσο με το εαυτό μας όσο και στις κοινωνικές μας συναναστροφές. Οι πεποιθήσεις μας, οι αρχές και οι αξίες που έχουμε και ακολουθούμε, οι απόψεις που σχηματίζουμε, συγκροτούνται σύμφωνα με όσα μάθαμε κατά τη διάρκεια της παιδικής μας ηλικίας. Σαν αποτέλεσμα τα παιδιά είναι η μικρογραφία των γονέων τους. Είναι σαν ένας μικρός καθρέφτης του χαρακτήρα τους.

Ενήλικοι πλέον προσπαθούμε να ακολουθήσουμε το δικό μας δρόμο και να χαράξουμε τη δική μας πορεία, κουβαλώντας πάντα μαζί μας, τα εφόδια που πήραμε από την οικογένεια μας. Τι συμβαίνει όμως όταν δεν μπορούμε να χαλάσουμε το χατίρι της μαμάς και του μπαμπά;

Υποσυνείδητα λειτουργούμε με γνώμονα τις τύψεις και τις ενοχές. Οι δύο αυτές κυρίες, δεν εμφανιστήκαν ξαφνικά στη ζωή μας, όταν αρχίσαμε να μεγαλώνουμε αλλά αντίθετα μπολιάστηκαν μέσα μας από τότε που κάναμε τα πρώτα μας βήματα. Σε αυτό το κομμάτι την «ευθύνη» τη φέρουν οι γονείς μας. Με τον τρόπο που μας γαλούχησαν, δημιούργησαν το αίσθημα αυτό.

Αναζητάμε συνεχώς την αποδοχή των γονέων μας και προσπαθούμε να είμαστε θετικοί σ’ ότι κι αν μας ζητήσουν. Δύσκολα θα εκφέρουμε μία αντίθετη άποψη, ή ακόμα χειρότερα θα υποστηρίξουμε τη δική μας εκδοχή. Ελάχιστες θα είναι οι φορές που θα πάρουμε μία διαφορετική στάση από αυτή που κατευθύνει ο γονιός μας, ακόμα κι αν δε μας βρίσκει σύμφωνους. Πιστεύουμε πώς αν οι σκέψεις μας και οι πράξεις μας ταυτίζονται με εκείνες που θα ταίριαζαν στο προφίλ τους, γινόμαστε, έτσι, αυτόματα και ένα μαζί τους. Αυτό που, στην ουσία επιθυμούμε από μικρά παιδιά και ως ενήλικες, είναι να νιώσουμε πως οι γονείς μας, μας θέλουν για παιδιά τους.

Επιζητάμε συνεχώς την προσοχή τους. Περιμένουμε να ακούσουμε ένα μπράβο ενώ ζούμε για τη στιγμή που θα δούμε αυτή τη λάμψη στα μάτια τους ότι κάναμε κάτι σωστό. Να νιώσουμε ότι έχουμε τη συγκατάθεσή τους.

Το σύνδρομο του «καλού παιδιού» δεν είναι απλά ένα ρητό που μας το έλεγαν οι γιαγιάδες μας, όταν θέλανε να κάνουμε λίγο ήσυχα, αλλά έχει, βαθιά τις ρίζες του σ’ ένα σύνολο από χαρακτηριστικά που πρέπει να έχουμε για να γίνουμε αρεστοί στους γονείς μας.

Ένα «καλό παιδί» πρέπει πάντα να υπακούει ότι του λένε οι γονείς του και να μη φέρνει αντιρρήσεις. Είναι ικανό να φέρει εις πέρας οποιαδήποτε δραστηριότητα του υποδείξουν ακόμα και αν δεν του αρέσει ή χρειάζεται να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να το επιτύχει. Βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού και συνδράμει με κάθε τρόπο. Αποφεύγει τις διενέξεις και δυσκολεύεται να εκφραστεί συναισθηματικά φοβούμενο την κριτική που θα του ασκήσουν οι γονείς του. Περιθωριοποιεί τις δικές του ανάγκες, ενώ προσπαθεί να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες που του επιβάλλει η οικογένεια του.

Τα χαρακτηριστικά αυτά, δεν αλλάζουν καθώς μεγαλώνει αλλά το τραύμα παραμένει μέσα του και κάθε φορά που θα χρειαστεί να φερθεί σαν ελεύθερος άνθρωπος, θα δράσει με γνώμονα όσα ξέρει. Το τραύμα το οποίο δεν έχει θεραπευτεί θα βγει στην επιφάνεια.

Πολλοί γονείς, συνηθίζουν, να τονίζουν στα παιδιά τους όλες εκείνες τις θυσίες που έκαναν για να τα μεγαλώσουν:

– «Εγώ που δεν έβγαινα για να είμαι μαζί σου».
– «Δεν ξέρεις πόσο δυσκολεύτηκα, για να καταφέρω να σε μεγαλώσω».
– «Στερήθηκα τα πάντα για να σε σπουδάσω».

Μεταδίδουν στο παιδί τους το βάρος τους, με συνέπεια αυτό να νιώθει την ανάγκη αργότερα, να τους επιστρέψει, όλα εκείνα που του προσέφεραν. Πολλοί άνθρωποι καθώς μεγαλώνουν και έχοντας κάνει ίσως και τη δική τους οικογένεια συντηρούν τους γονείς τους ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Αναλαμβάνουν τα έξοδα, τις εργασίες του σπιτιού, για να ελαφρύνουν λίγο το πατέρα και τη μητέρα τους. Η ρίζα όμως αυτής της ανάγκης προέρχεται από το γεγονός ότι οι γονείς μετέδωσαν στα παιδιά το δικό τους κομμάτι της ευθύνης που είχαν για να τα αναθρέψουν. Αλήθεια, αν οι γονείς δεν υποστήριζαν και έδιναν όλη τους την αγάπη, στα δικά τους παιδιά, πιο θα ήταν το αμέσως επόμενο βήμα, η εγκατάλειψη;

Δημιουργείται εσωτερικά η ανάγκη να ικανοποιήσουμε τους γονείς μας αλλά και να τους ευχαριστήσουμε. Δεν είναι όμως υποχρέωση του παιδιού είτε αυτό βρίσκεται στην παιδική του ηλικία είτε είναι ενήλικας, να προσπαθεί πάντα να τους ευχαριστεί. Η ευτυχία είναι καθαρά ατομική μας ευθύνη.

Η καθημερινή επικοινωνία, τα συχνά τραπεζώματα στο πατρικό σπίτι, οι επισκέψεις στο σπίτι του παιδιού χωρίς ειδοποίηση, η ανάμειξη τους σε διάφορα καθημερινά προβλήματα, είναι μερικά από τα σημάδια που δείχνουν ακόμα παραπάνω, πως η σχέση μεταξύ του γονέα και του παιδιού δεν είναι υγιής.

Όσοι γονείς όταν ήταν και αυτοί παιδιά  και δεν εισέπραξαν την αγάπη, τη στοργή και τη φροντίδα, που ήθελαν νιώσουν από τους δικούς τους γονείς προσπαθούν να την πάρουν από τα παιδιά τους. Το κενό που δημιούργησαν μέσα τους, θέλουν ακόμα και εν’ αγνοία, να γεμίσει μέσω της αγάπης που τους δείχνουν τα παιδιά τους. Με το τρόπο αυτό αλλάζουν όμως οι ρόλοι, με αποτέλεσμα τα παιδιά να γίνονται οι φροντιστές των γονιών τους. Ενηλικιώνονται πιο γρήγορα απ΄ότι θα έπρεπε, μαθαίνουν μόνο να δίνουν στους άλλους και όχι να παίρνουν, τα συναισθήματα τους δεν έχουν πλέον σημασία και υπάρχουν μονάχα για να επιβεβαιώνουν σε όλα τα επίπεδα τους γονείς τους.

Ο δεσμός που υπάρχει ανάμεσα στο παιδί και στο γονέα είναι αιώνιος. Τα παιδιά – ενήλικες έχουν πάντα την ανάγκη από τους γονείς τους, να τους δώσουν την άνευ όρων αγάπη τους. Οι γονείς με τη σειρά τους όμως οφείλουν να τα αφήνουν ελεύθερα να πετάξουν και να διασχίσουν το δικό τους δρόμο. Η αγάπη τους δεν μπορεί να είναι καταπιεστική, μπορεί όμως να δυναμώσει μέσω της εμπιστοσύνης που τους δείχνουν.

Συντάκτης: Άννα Κοκολάκη
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη