Θυμάμαι πριν από λίγα χρόνια, καθώς πήγαινα βιαστική στο γραφείο, έπιασα τον εαυτό μου να χαζεύει ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που περπατούσε χέρι χέρι ενώ διέκρινα μια γαλήνια ευτυχία στα πρόσωπά τους. Μου μετέδωσαν λίγη απ’ την ενέργειά τους μα έμεινα βουβή να διερωτώμαι πώς κατάφεραν να διατηρήσουν την ευτυχία τους στο πέρας του χρόνου. Πώς έχουμε καταφέρει να κάνουμε τις ανθρώπινες σχέσεις τόσο δύσκολες; Είμαστε εμείς τόσο ανίκανοι ή μήπως εκείνοι συμβιβάζονταν και κατέληγαν σε μια αναγκαστική ευτυχία ως απόρροια της συνήθειας; Πέρασε ένα οκτάωρο που τριβέλιζαν το μυαλό μου διάφορα τέτοια υπαρξιακά ερωτήματα ενώ φτάνοντας στο σπίτι έπιασα ένα τετράδιο κι άρχισα να γράφω σαν να ήθελα να συγκεντρώσω τη σκέψη μου. Δεν έχω την τύχη βλέπεις να ρωτήσω κάποια γιαγιά ή κάποιον παππού κι έτσι αρκέστηκα στη μνήμη των ιστοριών που μου αφηγούνταν σαν παραμύθια για καληνύχτα.
Προξενιά, συνοικέσια, λογοδοσίες· έννοιες που μας φαντάζουν μακρινές, κάπως παλιακές και σκληρές σε σημεία. Να σε αναγκάζουν να ζήσεις, να κάνεις οικογένεια και παιδιά με έναν άνθρωπο που δεν ξέρεις, δε θες ή απεχθάνεσαι. Όλοι θέλουμε και πρέπει να έχουμε το ελεύθερο της προσωπικής επιλογής (όσα λάθη κι αν κάνουμε). Πίσω λοιπόν, σε εκείνα τα χρόνια, με μεγάλη προσπάθεια και κινητήρια δύναμη τη συνήθεια οι άνθρωποι κατάφερναν να αγαπηθούν, να κάνουν παρέες με βάση την κοινωνική τους τάξη ακόμη και να ερωτευθούν. Σαν να ξεκινούσαν μια σχέση αντίστροφα απ’ ό, τι εμείς έχουμε συνηθίσει.
Παράδοξο φαντάζει να αγαπήσεις έναν άνθρωπο με το έτσι θέλω μα τρανή απόδειξη εκείνο το ηλικιωμένο ζευγάρι κι ένα σωρό άλλα που παρέμειναν μαζί στα δύσκολα και στα εύκολα, μεγάλωσαν παιδιά, είδαν εγγόνια. Σαν κάπου στη διαδρομή να ξεχάσαμε τον ρομαντισμό, να παρερμηνεύσαμε την έννοια των ανθρώπινων δεσμών θεωρώντας πως είμαστε ικανοί για όλα, ακόμη και για τη μοναξιά μας. Ίσως να τα καταφέραμε μα κάπως, κάπου χάσαμε το νόημα της συντροφικότητας. Βιαζόμαστε να κρίνουμε τους άλλους από μικροπράγματα λες κι είμαστε στο απυρόβλητο ως μονάδες.
Δημιουργούμε εφήμερες σχέσεις με ανθρώπους που καμιά φορά αποβλέπουν σε ίδιον όφελος. Χρησιμοποιούμε και χρησιμοποιούμαστε από άλλους σαν δεκανίκια που θεραπεύοντας τις πληγές μας πετάμε μακριά. Άνθρωποι σχεδόν κενοί με μια βαλίτσα στο χέρι πετάμε από φωλιά σε φωλιά ψάχνοντας εκείνο το ιδανικό που έχουμε πλάσει στο κεφάλι μας αρνούμενοι να συμβιβαστούμε με κάτι λιγότερο.
Λίγο διχασμένη εδώ, δεν ξέρω αν τελικά πρέπει να νερώσω το κρασί μου ή να μην πάψω ποτέ να κυνηγώ το άπιαστο όνειρο του ιδανικού. Με ευκολία όμως διακρίνω εκείνη την ξενέρα που αβίαστα μας ωθεί να απομακρυνθούμε από όλους. Φιλίες που γκρεμίζονται εν μια νυκτί, έρωτες που σβήνουν πριν χαράξει ο ήλιος. Αναπολώ εκείνους τους «μεγάλους» έρωτες που βίωνα ανά διαστήματα καθώς συνειδητοποιώ πόσο πρακτικά εύκολο είναι να ξενερώσεις και να διαγράψεις ανθρώπους. Τι μας φταίει;
Δεν ξέρω για εσάς μα εντόπισα ότι εκείνος ο υπερβολικός ενθουσιασμός που δείχνουμε σε έναν άγνωστο αντάμα με την ανάγκη μας να δεθούμε με αυτόν, καταλήγει να σ’ αυτό το διάσημο ξενέρωμα όταν αντιλαμβανόμαστε πως η εικόνα που είχαμε πλάσει ήταν κάθε άλλο από υπαρκτή. Κουβαλώντας εκείνο το βάρος του ιδανικού που έχουμε οραματιστεί παλεύουμε να το βρούμε σε κάθε κομπάρσο της ζωής μας κι όταν κατανοήσουμε πως ούτε αυτός είναι ο πρωταγωνιστής μας, δε δειλιάζουμε να πετάξουμε στον κάδο απορριμμάτων όσες στιγμές ζήσαμε πλάι σε εκείνον τον άγνωστο.
Λίγες μέρες αργότερα, πηγαίνοντας πάλι στο γραφείο παρατηρούσα γύρω μου τους ανθρώπους στο λεωφορείο, που σχεδόν κάθε μέρα έβλεπα, μιας και οι περισσότεροι είχαμε ίδιο προορισμό. Ήταν μια πιεστική ημέρα, θυμάμαι, έχοντας χιλιάδες υποχρεώσεις να φέρω εις πέρας μαζί με ένα σημαντικό πρότζεκτ για τη δουλειά. Θέλοντας να εκμηδενίσω τα προσωπικά μου άγχη προσπάθησα να αφουγκραστώ των υπολοίπων μονάχα μέσα από τα βλέμματά τους ή τη στάση του σώματος. Μάταιος κόπος αφού το αποτέλεσμα ήταν να προβληματιστώ παραπάνω. Διέκρινα ένα θλιβερό κενό στα μάτια των περισσοτέρων που με έβαλε σε παρόμοιες σκέψεις. Τελικά εμείς τα κάνουμε όλα σωστά κι άλλοι λάθος ή το αντίστροφο; Μήπως υπάρχει μια ισορροπία όπου όλοι πράττουμε λάθη και σωστά; Ξενερώνουμε τόσο εύκολα γιατί δεν πιστεύουμε στον εαυτό μας ή γιατί τον υπερεκτιμάμε;
Φτάνοντας στο γραφείο προσπαθώντας να θέσω σε παύση εκείνες τις σκέψεις, απέτυχα περίτρανα στη διεξαγωγή της παρουσίασης μη λαμβάνοντας υπόψιν τον κόπο ή τις ώρες που είχα διαθέσει σε αυτό. Ξενέρωσα, χαμήλωσα το κεφάλι μένοντας αρκετή ώρα με κακή διάθεση. Κάπου εκεί ξεπήδησαν όλες εκείνες οι ματιές που είχα ανταλλάξει στο λεωφορείο νωρίτερα σαν να ήθελαν να με πείσουν πως δεν ήρθε το τέλος του κόσμου. Πείσμωσα, θυσίασα περισσότερες ώρες, συγκεντρώθηκα παραπάνω κι ύστερα από ελάχιστες ημέρες το αποτέλεσμα με δικαίωσε.
Βιαζόμαστε καμιά φορά να τα παρατήσουμε δίχως να έχουμε καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να πετύχουμε τους στόχους μας κι έτσι με καραμέλα την ξενέρα παραιτούμαστε πρόωρα από μάχες που δε δώσαμε. Ξεγράφουμε ή θυμώνουμε σε ανθρώπους γρήγορα δίχως να αναλογιζόμαστε τα δικά μας λάθη ή τις φορές που εκείνοι έκαναν τα στραβά μάτια στην ανάρμοστη συμπεριφορά μας.
Κάπου εδώ οφείλω να τονίσω την αναγκαιότητα αυτού του συναισθήματος σε κάποιες περιστάσεις. Έρχεται σαν λύτρωση όταν σπάει εκείνη η φούσκα που έχουμε τοποθετήσει μέσα της τους επιλαχόντες της οντισιόν του παραμυθιού μας. Μόλις συνειδητοποιήσουμε ότι τίποτα απ’ όσα είχαμε εμείς χτίσει δεν είναι αληθινό, παλεύοντας να απομυθοποιήσουμε κάθε βάτραχο που είχαμε μεταμορφώσει σε πρίγκιπα. Είναι ίσως η εξαίρεση του κανόνα που υπερισχύει εκείνο το απόφθεγμα «είναι μέχρι να ξενερώσεις, μετά όλα είναι τόσο απλά». Σε κάθε άλλη περίσταση μόνο αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να επιφέρει.
Ελπίζω να σας βρει λίγο προβληματισμένους το τέλος αυτού του αναγνώσματος. Δυστυχώς ο χρόνος δε γυρνά πίσω ώστε να αναλάβουμε τις ευθύνες που κάποτε προσδώσαμε αλλού, μα συνεχίζεται δίνοντάς μας ευκαιρίες να μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη. Πριν πάρεις εκείνη την απόφαση πως είσαι ανεπαρκής ή πως κάποιος άλλος δεν κάνει για σένα, κάνε ένα βήμα πίσω, ζύγισε λίγο παραπάνω την κατάσταση κι αναλογίσου αν αξίζει να διαλύσεις τα πάντα για μια στιγμή ξενέρας. Άλλωστε, όλα είναι στο μυαλό, σωστά;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου