Ανέμελη πριν μέρες με την κολλητή, ενώ πίναμε τα κρασάκια μας αναλύοντας τα άπαντα, γυρνάει με απόλυτη σοβαρότητα και μια δόση παράπονου, αφού έχει κοιτάξει αρκετές φορές το κινητό της ξεφυσώντας, και μου λέει: «Έχουν περάσει σχεδόν δύο ώρες, δε μου έχει απαντήσει και το προηγούμενο μήνυμά του ήταν με το ζόρι τρις λέξεις». Παίρνω βαθιά ανάσα ξεκινώντας απ΄ τις βασικές ερωτήσεις. Είναι καιρό που το κάνει αυτό; Το έχετε συζητήσει; Πιστεύεις ότι φταίει κάτι ή μήπως απλώς είναι πιο κλειστός χαρακτήρας; Όλες οι απαντήσεις ήταν θετικές. Κάπου εκεί λοιπόν αναρωτήθηκα πως θα μπορούσαν δυο εκ διαμέτρου αντίθετοι άνθρωποι –μιας και την κολλητή μου μόνο κλειστή δεν τη λες– να καταφέρουν να συνεννοηθούν και μάλιστα με μηνύματα, από απόσταση.

Τριβελίζει μέρες αυτή η σκέψη στο μυαλό μου μα σαν κάπως να ξεδιαλύνεται φέροντας παραδείγματα που έχω βιώσει ή φανταστεί. Είναι θαρρώ αμφότερα δύσκολο αφού ο μεν  υπερεκδηλωτικός, κοινωνικός, επικοινωνιακός έχει μονίμως την αίσθηση πως ο άλλος τον βαριέται ή δεν τον θέλει, δημιουργώντας στον εαυτό του ανασφάλειες που πιθανόν δεν είχε. Ο δε κλειστός, ντροπαλός, μετρημένος βιώνει μια κούραση με την τόση ανάλυση των θεμάτων καθώς μπορεί και να βαριέται ενίοτε να διαβάζει τα κατεβατά που έχεις αποφασίσει να στείλεις. Φαντάζει αδύνατη η επικοινωνία μεταξύ τους με μια πρώτη ματιά όμως αν το σκεφτούμε λίγο παραπάνω, ίσως να μην είναι ακατόρθωτη. Άλλωστε πάντοτε κάνουμε μερικούς συμβιβασμούς για όσα θέλουμε πολύ.

Ξεκινώντας από τα εύκολα, ας πάρουμε την πλευρά του ομιλητικού ο οποίος μέσω μηνυμάτων γράφει μικρά δοκίμια χωρίς να παραλείπει καμία λεπτομέρεια όσων θέλει να πει. Υπάρχουν δυο κατηγορίες αυτών των ανθρώπων. Η πρώτη είναι εκείνη που αν έγραφε με περιορισμό χαρακτήρων δεν θα έφταναν ούτε τρία πεδία για να περιγράψει μονάχα μια συνθήκη. Η άλλη είναι εκείνη που, ίσως για να το αποφύγει αυτό, επιλέγει να στείλει διακόσια διαφορετικά μηνύματα της μια σειρά. – Αντικειμενικά, περιορίστε το αυτό διότι αν από λάθος είναι το κινητό στο δυνατό νομίζεις πως ο άλλος έχει πάθει κάτι σοβαρό.– Αυτές οι μορφές επικοινωνίας λοιπόν, δηλώνουν την ανάγκη του πομπού για διάλογο και μάλιστα μακροσκελή και εποικοδομητικό. Ταυτόχρονα σαν να νιώθει την απαίτηση να λαμβάνει ίδιου ύφους απαντήσεις από τον δέκτη αφού πιθανώς το θεωρεί δεδομένο πως όλοι μιλούν ή γράφουν με τον ίδιο τρόπο. Με λύπη μου έχω διαπιστώσει πως αυτό δεν ισχύει οπότε ας διαλύσουμε αυτή την οφθαλμαπάτη όλοι εμείς που δεν μπορούμε να μειώσουμε τις λέξεις. Καμιά φορά βέβαια,τείνει να ξεφύγει το θέμα από τις πολλές σάλτσες και καταλήγει είτε να μην βγάζει νόημα είτε να μπερδεύει διάφορες συνθήκες μαζί. Ακριβώς εκεί αντιμετωπίζεται το πρόβλημα με όσους δεν αρέσκονται να πολυλογούν ή να πολυδιαβάζουν μηνύματα.

Ρίχνοντας μια ματιά στην απέναντι όχθη, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως καθένας μπορεί να μην έχει την ίδια όρεξη, χρόνο ή διάθεση να γράφει τα απομνημονεύματά του σε κάθε μήνυμα. Μπορεί επίσης, να μη βρίσκει ουσία σε τέτοιας μορφής επικοινωνία και γι’ αυτό να την αποφεύγει. Σημαντικό σημείο εδώ είναι ότι παρατηρείται συχνά, ο ντροπαλός συνομιλητής πίσω από την οθόνη να είναι ένα άκρως κοινωνικό ων που απλώς δε βρίσκει ελκυστική την ανταλλαγή μηνυμάτων.

Αν προσπαθήσουμε να δούμε πώς μπορεί να δουλέψει αυτή η επαφή, αρχίζουμε από τη θέληση. Όσο κοινότυπο κι αν ακουστεί, η θέληση κουνάει και βουνά, δε θα κουνήσει τα δάχτυλα να σβήσουν μερικές λέξεις ή να προσθέσουν λίγες παραπάνω; Το λάθος από την πρώτη κατηγορία έγκειται στο ότι παρεξηγείται ευκολότερα κάνοντας σκέψεις όπως, «με βαρέθηκε και δεν απαντάει», «με γράφει» και χίλιες δύο σκέψεις που δε βοηθούν πουθενά. Ο δε ντροπαλός, κάθε φορά που έρχεται αντιμέτωπος με ένα κατεβατό, σαν να βιώνει έναν μικρό εσωτερικό πόλεμο αφού αδυνατεί να αντιδράσει με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που ξέρει. Νιώθει άβολα ή αμήχανα κι ίσως απαντά μηχανικά για να μη διακόψει την επικοινωνία.

Κάνοντας αμφότεροι μια προσπάθεια να μπούμε στα παπούτσια του άλλου μπορεί να καταφέρουμε να περιορίσουμε τις αντιδράσεις μας και να πλησιάσουμε παραπάνω τα θέλω του συνομιλητή μας. Χαράζοντας μια κοινή αντίθετη πορεία θα συναντηθούμε πιο εύκολα στη μέση δίχως να ζοριστεί κάποιος περισσότερο ή λιγότερο. Ύστερα, θέτοντας το θέμα υπό συζήτηση, όπου είναι το πιο υγιές για κάθε πρόβλημα, θα βρεθούν λύσεις που ούτε φανταζόσουν. Ίσως καλύτερες από το να πληκτρολογείς ολημερίς κι ολονυχτίς ή περιμένοντας πάνω από ένα κινητό μήπως και χτυπήσει. Μια από αυτές που σκέφτομαι πρόχειρα, είναι να επιδιώκεται συχνότερη επαφή από κοντά ή τηλεφωνική επικοινωνία. Απλά πράγματα που θα σε γλιτώσουν από πολύωρες σκέψεις και σενάρια που φτιάχνεις στο μυαλό σου.

Ακολουθεί αποψούλα. Αν επιθυμείς να βρεθεί λύση, θα βρεθεί αρκεί να είσαι δεκτικός και προετοιμασμένος να μετακινηθείς λιγάκι από τα συνηθισμένα σου. Βάλε λίγο νερό στο κρασί σου, κράτα ημερολόγιο αντί να αναλύεις χύμα τις σκέψεις σου σε κάποιον που ίσως αδυνατεί να τις αναγνώσει κάθε φορά που σε πιάνει ο συγγραφικός σου οίστρος και εκφράσου to the point– που λέγανε και στο χωριό μου. Όσο για σένα που λατρεύεις τα αρκτικόλεξα και βαριέσαι να βάλεις ακόμη και φωνήεντα σε εκείνες τις πέντε λέξεις που θα γράψεις, προσπάθησε να ανοιχτείς λιγάκι παραπάνω κι ας βάλεις λίγη σαλτσούλα. Το μόνο σίγουρο είναι πως δε θα σε παρεξηγήσει κανείς.

Παραμένω καθ’ όλα ρομαντική προτιμώντας πάντοτε την ανθρώπινη επαφή όμως όταν αυτή δεν είναι εφικτή, ας προσπαθήσουμε μαζί για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Άλλωστε μόνο σε καλό μπορεί να μας βγει.

 

Συντάκτης: Μέρσα Τσακίρη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου