Στις αρχές του 20ού αιώνα, η ραδιενέργεια αποτελεί έναν αινιγματικό και συναρπαστικό κλάδο της επιστήμης. Η Μαρί Κιουρί, μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες της εποχής, μαζί με τον σύζυγό της Πιερ Κιουρί, ανακαλύπτει το 1898 το ράδιο και το πολώνιο, ανοίγοντας τον δρόμο για τις εφαρμογές της ραδιενέργειας. Το ράδιο συνδέεται γρήγορα με θαυματουργές ιδιότητες, και η λάμψη του κάνει το υλικό περιζήτητο σε βιομηχανίες και καλλυντικά. Έτσι, μια ανακάλυψη που έμελλε να αλλάξει τον κόσμο, εξελίσσεται σε πηγή τραγωδίας για χιλιάδες ανυποψίαστους ανθρώπους.
Τα «Ραδιενεργά Κορίτσια» είναι μια από τις πιο τραγικές ιστορίες αυτής της εποχής, αλλά ταυτόχρονα μια απόδειξη για το θάρρος και την αντοχή γυναικών που πάλεψαν για δικαιοσύνη.
Το ξεκίνημα μιας φαινομενικά λαμπερής καριέρας
Όλα ξεκινούν στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν πολλές κοπέλες αρχίζουν να εργάζονται σε εργοστάσια κατασκευής ρολογιών. Τη δεκαετία του 1910, οι βιομηχανίες ρολογιών στις Ηνωμένες Πολιτείες γνωρίζουν μεγάλη άνθηση. Οι δείκτες και οι αριθμοί των ρολογιών πρέπει να φωσφορίζουν στο σκοτάδι, και η ανακάλυψη του ραδίου κάνει αυτό το εφέ εφικτό. Εταιρείες, όπως η Radium Dial και η United States Radium Corporation, αρχίζουν να προσλαμβάνουν νεαρές γυναίκες για να ζωγραφίζουν με ακρίβεια τους αριθμούς, χρησιμοποιώντας μπογιές που περιέχουν ράδιο.
Η εργασία αυτή προσφέρει ένα μισθό τριπλάσιο από το μέσο μεροκάματο σ’ ένα συνηθισμένο εργοστάσιο. Αυτό σημαίνει, ότι οι κοπέλες που κάνουν αυτή τη δουλειά, κερδίζουν αρκετά χρήματα ώστε να εξασφαλίζουν την οικονομική τους ανεξαρτησία, και μάλιστα σε μια εποχή όπου το φαινόμενο της γυναικείας χειραφέτησης βρίσκεται μόλις στο ξεκίνημά του.
Οι γυναίκες αυτές, που σύντομα ονομάζονται «Ραδιενεργά Κορίτσια», εργάζονται σε συνθήκες που, για τα σημερινά δεδομένα, φαίνονται εφιαλτικές. Οι εργοδότες τις ενθαρρύνουν να χρησιμοποιούν την τεχνική «lip-pointing», δηλαδή να γλείφουν την άκρη του πινέλου τους για να δημιουργούν λεπτές γραμμές, ώστε να βαφτεί αποτελεσματικά και γρήγορα το καντράν των ρολογιών, που η διάμετρός του έφτανε μόλις τα 3,5 εκατοστά. Έτσι, κάθε φορά που οι εργάτριες ακουμπούν το πινέλο στα χείλη τους, καταπίνουν και μια μικροποσότητα ραδίου. Πολλές ρωτούν αν η τεχνική αυτή είναι ασφαλής και τα αφεντικά τους τις διαβεβαιώνουν γι’ αυτό- οι ίδιοι, βέβαια, κάθε φορά που πλησιάζουν το ράδιο, φορούν ειδικές προστατευτικές μάσκες και ποδιές από μόλυβδο.
Η μαγεία και η άγνοια της ραδιενέργειας
Εκείνη την εποχή, το ράδιο θεωρείται πανάκεια. Χρησιμοποιείται σε καλλυντικά, βούτυρο, γάλα, οδοντόκρεμες, ακόμη και φάρμακα. Άνθρωποι πίνουν ραδιούχο νερό ως τονωτικό κάθε πρωί. Οι επιστήμονες έχουν μεν ανακαλύψει τις φωτεινές του ιδιότητες, αλλά δεν κατανοούν πλήρως τους κινδύνους. Στις εφημερίδες δημοσιεύονται άρθρα που διαφημίζουν το ράδιο ως θαυματουργό, με τον ισχυρισμό ότι «μπορεί να παρατείνει τη ζωή μας!» Αυτό που το κοινό αγνοεί, όμως, είναι πως οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί στηρίζονται σε έρευνες που έχουν διεξαχθεί από τους ίδιους τους ανθρώπους των εταιριών που επεξεργάζονταν το ράδιο, χτίζοντας γύρω του μια εξαιρετικά κερδοφόρα επιχείρηση.
Έτσι, οι εργαζόμενες θεωρούν τη δουλειά τους όχι μόνο ασφαλή, αλλά και glamorous. Οι μπογιές που χρησιμοποιούν, αφήνουν ιριδίζουσα λάμψη πάνω τους, κάνοντάς τες να ξεχωρίζουν σαν να είναι «λαμπερές» από τη φύση τους. Πολλές από τις κοπέλες εκμεταλλεύονται τη δράση του ραδίου, πηγαίνοντας στη δουλειά με τα επίσημα ρούχα εξόδου, ώστε να «λάμπουν» στη βραδινή τους βόλτα, κάποιες δε, βάζουν τη ραδιενεργή μπογιά στα δόντια τους για να αποκτήσουν αστραφτερό χαμόγελο.
Οι πρώτες ενδείξεις κινδύνου
Με τον καιρό, όμως, πολλές από τις γυναίκες αρχίζουν να εμφανίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας, με βασανιστικά συμπτώματα. Τα δόντια τους πέφτουν, τα οστά τους αρχίζουν να καταρρέουν και υποφέρουν από φρικτούς πόνους. Ορισμένες εμφανίζουν καταστροφικές παραμορφώσεις στις γνάθους τους, ένα φαινόμενο που είναι, πλέον, γνωστό ως «ραδιονέκρωση».
Παρά τις σαφείς ενδείξεις για τη σύνδεση της εργασίας τους με την έκθεσή τους στο ράδιο, η εταιρία αρνείται κάθε ευθύνη, κατηγορώντας τις γυναίκες για ανήθικες συμπεριφορές και αποδίδοντας τους θανάτους σε άλλες αιτίες, όπως σύφιλη. Όταν ειδικός επιβεβαιώνει τη σχέση της έκθεσης στο ράδιο με τις ασθένειες, η United States Radium Corporation προσπαθεί να αντικρούσει τα ευρήματα χρηματοδοτώντας έρευνες με αντίθετα συμπεράσματα και δυσφημώντας τις εργάτριες, οι οποίες, ήδη καταβεβλημένες σωματικά, αναγκάζονται να παλέψουν για να αποδείξουν την αλήθεια. Πρέπει, επίσης, να παλέψουν ενάντια στην άποψη της κοινωνίας ότι το ράδιο είναι ασφαλές. Μόνο μετά τον θάνατο ενός άνδρα, ο οποίος εργαζόταν σε εργοστάσιο επεξεργασίας ραδίου, η ιστορία αποκτά μεγαλύτερες διαστάσεις. Έτσι, ο γιατρός Harrison Martland, ανακαλύπτει κάποιες εξετάσεις που αποδεικνύουν ξεκάθαρα ότι το ράδιο είναι, πράγματι, η αιτία δηλητηρίασης των εργατριών.
Ο Martland ανακαλύπτει ότι, η ραδιενέργεια που έχει συσσωρευτεί στα σώματα των εργατριών προκαλεί ανεπανόρθωτες ζημιές, διαβρώνοντας τα οστά και τα όργανα τους, αφήνοντας τρύπες και παραμορφώσεις, ενώ εκείνες είναι ακόμα ζωντανές. Πολλές γυναίκες υποφέρουν από θρυμματισμένα κόκαλα, συρρικνωμένα μέλη, και μόνιμες παραμορφώσεις, ενώ τα σώματά τους ακτινοβολούν στο σκοτάδι. Ωστόσο, οι εταιρίες που επωφελούνται από τη χρήση του ραδίου, καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να υποβαθμίσουν αυτά τα ευρήματα, προσπαθώντας να διαψεύσουν τις αποκαλύψεις και να αποφύγουν τις ευθύνες τους.
Η μάχη για δικαιοσύνη
Το 1927, πέντε από τις «Ραδιενεργές Κοπέλες» αποφασίζουν να μη σιωπήσουν και να αναδείξουν τους κινδύνους του ραδίου, παρά τις απειλές των εταιριών. Οι νομικοί περιορισμοί και η άρνηση πολλών δικηγόρων να αναλάβουν την υπόθεσή τους αποτελούν σοβαρά εμπόδια, όμως τελικά ένας νεαρός δικηγόρος, ο Reymond Berry, αποδέχεται την πρόκληση. Με τη βοήθεια του Berry, καταθέτουν μήνυση κατά της United States Radium Corporation. Η δίκη αυτή είναι πρωτοφανής, καθώς φέρνει στο φως τη συστηματική κακομεταχείριση εργαζομένων και την απόλυτη αδιαφορία των εταιρειών για την υγεία τους.
Η νομική μάχη είναι μακρά και εξουθενωτική. Πολλές από τις γυναίκες είναι ήδη βαριά άρρωστες, και μερικές πεθαίνουν πριν την ολοκλήρωση της δίκης. Το 1928, οι κοπέλες που ζουν ακόμη, αναγκάζονται να αποδεχτούν έναν εξωδικαστικό συμβιβασμό, για σημερινά 100.000 δολάρια η καθεμία και για τα ιατρικά τους έξοδα. Παρότι οι περισσότερες από τις γυναίκες βρίσκονται στα τελευταία στάδια της ζωής τους, καταφέρνουν να τραβήξουν την προσοχή της κοινής γνώμης, αναγκάζοντας τις εταιρίες να λογοδοτήσουν. Ο αντίκτυπος της ιστορίας τους είναι τόσο ισχυρός, που πολλοί εργαζόμενοι εγκαταλείπουν τα εργοστάσια επεξεργασίας ραδίου από φόβο για τη δική τους υγεία.
Παράλληλα, οι εταιρίες συνεχίζουν να προσπαθούν να συγκαλύψουν τα εγκλήματά τους, διαστρεβλώνοντας ιατρικά ευρήματα και φτάνοντας μέχρι το σημείο να κλέψουν τα σώματα νεκρών εργατριών, και να παραποιήσουν τα αποτελέσματα αυτοψιών. Όμως, το 1938, μια από τις τελευταίες επιζώσες, παρότι ετοιμοθάνατη, δίνει την κατάθεσή της, καταφέρνοντας να δικαιωθεί μέσω μιας ιστορικής δικαστικής νίκης. Η υπόθεση αυτή δε φέρνει μόνο αποζημιώσεις για τις πληγείσες, αλλά αλλάζει και το νομικό πλαίσιο προστασίας των εργαζομένων στις ΗΠΑ, αφήνοντας μια σημαντική παρακαταθήκη για τα εργασιακά δικαιώματα.
Η κληρονομιά
Η υπόθεση των «Ραδιενεργών Κοριτσιών» έχει τεράστιο αντίκτυπο. Είναι μία από τις πρώτες περιπτώσεις που εργαζόμενοι καταφέρνουν να αναγκάσουν μεγάλες εταιρείες να λογοδοτήσουν για τις πρακτικές τους. Επιπλέον, η υπόθεση συμβάλει στην ενίσχυση των νόμων για την υγεία και την ασφάλεια στους χώρους εργασίας, στην ίδρυση μιας κρατικής υπηρεσίας που ασχολείται με ζητήματα ασφάλειας του εργατικού δυναμικού (Occupational Safety and Health Administration) καθώς και στη ρύθμιση της χρήσης της ραδιενέργειας.
Σήμερα, η ιστορία εξακολουθεί να εμπνέει. Μέσα από τον πόνο και την απώλεια, οι εργάτριες κατάφεραν να φέρουν αλλαγές που προστάτευσαν τόσους άλλους. Κάθε φορά που ακούμε για δικαιώματα των εργαζομένων και κανονισμούς ασφαλείας, μια μικρή ακτίνα αυτής της ιστορίας λάμπει ακόμα. Τα «λαμπερά» κορίτσια του ραδίου δεν πρέπει να ξεχαστούν, γιατί ο αγώνας τους φωτίζει το δρόμο για έναν δικαιότερο κόσμο.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη