Η Αλίκη δούλευε ασταμάτητα τον τελευταίο καιρό. Όχι επειδή είχε ανάγκη τα λεφτά, ούτε επειδή δεν είχε τι άλλο να κάνει. Δούλευε για να μην τον σκέφτεται. Είχε πάρει απόφαση πως έπρεπε να πάει παρακάτω, όσο δύσκολο κι αν ήταν αυτό.
Γύρισε ένα βράδυ απ’ τη δουλειά κι αφού έκανε ένα γρήγορο μπάνιο να χαλαρώσει, ξάπλωσε αγκαλιάζοντας το μαξιλάρι, υποκατάστατο της συντροφιάς της. Οι σκέψεις της τη βασάνιζαν και δεν την άφηναν να κοιμηθεί.
Έκλεισε τα μάτια, μα άκουσε έναν θόρυβο. Ίσως ήταν το χτύπημα της πόρτας, δε θυμόταν πολύ καλά.
Την επισκέφτηκε.
Της χαμογελούσε, την πείραζε, ξενύχτησαν μιλώντας. Ξέρεις, από κείνες τις συζητήσεις που σε κρατάνε άυπνο από την υπερένταση. Είχε φροντίσει να ξεχάσει το πόσο της είχαν λείψει.
Ένα βράδυ στα κρυφά, έκανε μια ευχή να τον ξανάβλεπε και τώρα τον είχε μπροστά της. Άρχισε να πιστεύει σε θαύματα, σε ρομάντζα, σε όλα εκείνα που κορόιδευε η κυνική της πλευρά τόσο καιρό.
Ξαφνικά όλα θόλωσαν, οι φωνές σώπασαν, η μορφή του γκρίζαρε στα μάτια της.
Χάθηκαν όλα κι εκείνη στεκόταν πια ξύπνια στο κρεβάτι της, να βρίζει για τις ευχές που ποτέ δεν έπιαναν.
Όνειρο ήτανε.
Ζαλισμένη απ’ τον ύπνο, πνιγμένη σε μία θάλασσα απογοήτευσης σηκώθηκε να ετοιμάσει καφέ. Μαγείρεψε, κάλεσε δυο φίλους να πουν για τον καιρό, ξεχάστηκε.
Το επόμενο βράδυ όμως, τα ίδια.
Έτσι κυλούσαν οι νύχτες της, γεμάτες όνειρα που δεν μπορούσε ν’ αποφύγει και τα ξεγελούσε τις μέρες με περίσσιο ζήλο.
Μα ξέρεις τι λένε για το υποσυνείδητο, όσο και να το κοροϊδέψεις, θα βρει τον τρόπο του να σου τη φέρει.
Αυτή κέρδιζε τις μάχες το πρωί, κι εκείνο επιτίθονταν τα βράδια.
Αυτός ήταν πάντα εκεί, ποτέ εδώ. Ο καφές της με τρεις κουταλιές ζάχαρη, μα δεν μπορούσε να ξεπλύνει εκείνη την πικρή γεύση απογοήτευσης κάθε πρωί.
Τη μισούσε αυτήν τη γεύση, μα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για αυτό.
Ποιος τόλμησε να πάει κόντρα στα όνειρα και τα κατάφερε; Αν δεν τα κυνηγήσεις, έχουν πάντα τον τρόπο να παίρνουν εκδίκηση.
Αυτήν την εκδίκηση βίωνε και η Αλίκη, αφού εκείνη το είχε προκαλέσει όλο αυτό.
Όσο πασχίζουμε να αποφύγουμε κάτι, τόσο μεγαλύτερο χώρο του χαρίζουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας. Είναι επικίνδυνο και ισχυρό το υποσυνείδητο αν δε μάθεις να το ελέγχεις.
Οι σκέψεις δε, θανάσιμες.
Εκεί κάπου, ανάμεσα στ’ όνειρο και την πραγματικότητα, αναζητούσε μια ονειροπαγίδα, χρυσό κλουβί να τον κρατήσει εκεί φυλακισμένο, να τον βρει μπροστά της το επόμενο πρωί.
Ήταν σίγουρη πως την επόμενη φορά που θα τον συναντούσε τυχαία και θα τη χαιρετούσε, θα του χαμογελούσε φιλικά κι αμήχανα θα ξεστόμιζε μια καλημέρα.
Οι υπότιτλοι θα ψιθύριζαν πως δεν του κράτησε ποτέ κακία.
Μόνο ένα παράπονο, μια απορία που δε θα γινόταν ποτέ λέξεις.
«Γιατί με βρίσκεις μόνο στα όνειρά μου;»