«Μα μπαμπά, πως ήξερες ότι μου αρέσει ο Μπάτμαν;» , ρώτησε η επτάχρονη Κωνσταντίνα, αγκαλιάζοντας το δώρο γενεθλίων της, τη φιγούρα του Μπάτμαν, γεμάτη χαρά.
«Γιατί ξέρω τι σε κάνει ευτυχισμένη».
Δεν ήταν ούτε το κορίτσι του μπαμπά ούτε η πριγκίπισσά του. Τέτοιες σαχλαμάρες δεν της άρεσαν ποτέ, ως γνήσιο αγοροκόριτσο που ήταν.
Και φυσικά αντί για πριγκίπισσες, θαύμαζε εκείνη την εγκληματία με τα δερμάτινα και τα κόκκινα χείλη, κοινώς Catwoman, που έκανε τον ήρωα της άνω κάτω όταν την έβλεπε.
Όταν τα άλλα κορίτσια περίμεναν τον πρίγκιπά τους, αυτή κοιμόταν αγκαλιά με το παιχνίδι της.
Ο πατέρας της ήξερε, τι είδους άντρες θα την εντυπωσίαζαν και την ωθούσε να τρώει τα μούτρα της για τον έρωτα και να μην τα βάζει κάτω.
Ποτέ δεν έκρινε τις επιλογές της, παρά μόνο όταν την πλήγωναν.
Ήθελε να την κάνει δυνατή με τη σιωπή του, τα βράδια που μούσκευε τα μαξιλάρια της από τα δάκρυα που έπεφταν για όμορφους, επιφανειακούς και άδειους άντρες με τους οποίους έμπλεκε.
Παρ’ όλο που ο πατέρας της παντρεύτηκε τον πρώτο έρωτά του, ήθελε η κόρη του να αποκτήσει εμπειρίες περισσότερο ποιοτικές παρά ποσοτικές. Έτσι θα δημιουργούσε τα κατάλληλα κριτήρια για να καταλήξει στο τέλος στο πιο σωστό.
«Να βρεις κάποιον που δεν θα σε ενδιαφέρει αν υπάρχει καλύτερος από αυτόν», της έλεγε αδιάφορα όταν την πήγαινε με το αμάξι στο φροντιστήριο.
Ονειρεύονταν γι’ αυτήν κάποιον που θα την αγαπούσε, θα της άξιζε και ας μην ήταν απαραίτητα από τον «κόσμο της».
Ήξερε ότι ήταν μια περίπλοκη κοπέλα με αμέτρητα ενδιαφέροντα. Γι’ αυτό και ήθελε να βρει κάποιον που θα ομορφαίνει τον κόσμος της με την απλότητα και την ευφυΐα του.
Αρκετά απλό γιατί η ίδια ήταν περίπλοκη και αρκετά έξυπνο για να την αποδεχτεί και να την καταλάβει.
«Να είσαι διαθέσιμη. Γι’ αυτό που μπορεί να σε κάνει να τραγουδάς μαγειρεύοντας και να χορεύεις στον αέρα.» Έλεγε ανά καιρούς, γιατί έβλεπε πόσο δύσκολη ήταν.
Η ίδια καθώς μεγάλωνε, άφηνε για τις φίλες της τους ωραιοπαθείς Superman, τους γελαστούς Captain America και τους άπιστους Iron-man. Γοητευόταν από τους κρυόκωλους, μετρημένους και σοβαρούς Batman.
Και ο πατέρας περήφανος, καμάρωνε χωρίς να της το δείχνει.
Τον άντρα που ονειρευόταν για την κόρη του δεν τον έβαζε ποτέ σε καλούπια. Της είχε εμπιστοσύνη και γνώριζε ότι ήξερε τι ήθελε.
Αρκετά ανοιχτόμυαλος για πατέρας. Έβλεπε τα αντρικά πρότυπα που είχε η κόρη του. Τα διαφορετικά, τα ακατόρθωτα.
«Βρήκες τον Batman σου;», την ρώτησε πριν κλείσει το φως για καληνύχτα.
«Νομίζω πως ναι, μα ποτέ δεν μου είπες όμως τι να κάνω για να μην τον χάσω…».
Έμεινε σιωπηλός. Δεν ήθελε να της πει πώς. Ήθελε η ίδια να ρισκάρει και αν πληγωνόταν να ξαναρχίσει από την αρχή.
«Πώς θα ξέρω ότι είναι ο σωστός;» Τον ρώτησε.
«Θα αγγίζει το μυαλό και την καρδιά σου περισσότερο από το σώμα σου». Είπε σβήνοντας το φως.
Και ίσως ο πατέρας της ήταν αυτός που άναψε εκείνη την πινακίδα στον ουρανό με το σήμα της νυχτερίδας για να της δείξει τι έπρεπε να ψάχνει.
Ήθελε να την κάνει να πιστέψει στον εαυτό της, να γίνει δυναμική και ανεξάρτητη.
Τότε η Κωνσταντίνα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Φόρεσε το κόκκινο κραγιόν, το δερμάτινο παντελόνι, το μυστήριο, την πονηριά με την εξυπνάδα και όση αυτοπεποίθηση είχε.
Πέταξε το παιχνίδι της στην αποθήκη. Άνοιξε το παράθυρο και έφυγε από το δωμάτιό της. Φυσούσε ο άνεμος της αποφασιστικότητας και έγινε ένα με αυτόν.
Ίσως ήρθε η ώρα να δοκιμάσει να κάνει ένα βήμα παραπάνω. Δεν φοβόταν πια για το αν θα ράγιζε η καρδιά της, γιατί ήξερε πως τη μεγάλωσαν με τέτοιο τρόπο, ώστε να βάζει τα κομμάτια της σε καλύτερη θέση απ’ ότι ήταν πριν.