Αδιαμφισβήτητα η έλευση της οικονομικής κρίσης, ανάστησε τα ξεχασμένα ελληνικά χωριά.
Τα χωριά προσφέρουν πολλές οικονομικές δυνατότητες για όσους έχουν ιδέες για νέες καλλιέργειες και για την αξιοποίηση της κτηνοτροφίας.
Τριάντα χρονών ήταν η Μαρία όταν την γνώρισα. Είχε έρθει πρόσφατα από Αθήνα, για να ακολουθήσει τον έρωτα της ζωής της. Και βρέθηκε στο χωριό της μητέρας του.
Παντρεύτηκαν με το που πάτησαν το πόδι τους. Η Μαρία ήρθε θετικά προδιαθετημένη. Καλόκαρδοι άνθρωποι, ζεστοί και χαμογελαστοί.
Τα πράγματα όμως δεν είναι καθόλου έτσι.
Οι χαμογελαστοί καλοσυνάτοι και ευγενικοί κάτοικοι, είχαν αντικατασταθεί με σνομπ, κομπλεξικούς και κακόβουλους χωρικούς. Ματαίως περίμενε κάποιου είδους στήριξη.
Με το που έβγαινε στην πλατεία, το πηγαδάκι λάμβανε θέση, σχολιάζοντάς την από πάνω ως κάτω.
Την επεξεργάζονταν τόσο επίμονα, σχεδόν σα να την ακτινογραφούσαν. Πίσω από το υποκριτικό χαμόγελο της «καλημέρας» έκρυβαν όλη την εμπάθειά τους.
Βλέπεις, η Μαρία έλαμπε από ευτυχία. Κι αυτό ακτινοβολούσε στο πρόσωπό της. Προσπαθούσαν λοιπόν, σαν βαμπίρ να της ρουφήξουν την ενέργεια και το κέφι.
Λες κι έχουν ένα τσιπάκι στο μυαλό τους, όμοιο με αυτό του FBI. Το «ποιόν» του καθενός, γραμμένο με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.
Ό,τι είναι ξένο είναι και επικίνδυνο. Και μία Αθηναία είναι απαραίτητα μία «ψωνάρα» και «κακομαθημένη» που ήρθε να τους χαλάσει τα σπίτια. Το «Καφέ της Χαράς» ζει και βασιλεύει.
Αρνούνται να αποδεχτούν ότι κάποιος μεγάλωσε με περισσότερα ερεθίσματα από εκείνους.
Μερικοί δεν έχουν καταλάβει ότι για να λειτουργήσει το μυαλό, πρέπει απαραιτήτως να «ανοίξει».
Η Μαρία αναζητούσε διαρκώς την ομορφιά, μες στην ασχήμια.
Λες κι έπαιζε μόνη της, το παιχνίδι του καλά κρυμμένου θησαυρού. Και τον βρήκε!
Άνθρωποι καλόψυχοι υπάρχουν παντού. Και στην επαρχία.
Άνθρωποι που δεν καταδικάζουν τη διαφορετικότητα. Άνθρωποι που τους ιντριγκάρει το καινούριο. Άνθρωποι που ανοίγουν τις αγκάλες τους.
Αν καταφέρεις να γίνεις φίλος με αυτούς τους ανθρώπους, κερδίζεις συντρόφους μιας ζωής.
Πήρε απ’τη ζωη στο χωριό ένα σημαντικό δίδαγμα. Να μην ακούει τα λόγια του κόσμου. Αυτός που κουβαλά το κόμπλεξ στο αίμα του, θα κουτσομπολεύει εσαεί.
Είχε τον σύντροφό της και τους φίλους της. Τους μικρούς ανθρώπους δεν τους ξαναυπολόγισε. Τους άφησε λοιπόν να μιλάνε ελεύθερα πίσω από την πλάτη της.
Απαλλαγμένη από προκαταλήψεις, κακεντρέχειες και κλειδαρότρυπες, έχτισε το τείχος της. Ένα τείχος κοντό. Ίσα για να μπλοκάρει τους μικρούς ανθρώπους. Οι μεγάλοι, απολάμβαναν απλώς τον ουρανό της.
Στην Α.