Τις ημέρες του, τις περνούσε κλεισμένος στη μοναξιά του πράσινου καναπέ και του ξύλινου γραφείου του. Τα βράδια του, είχε αποφασίσει να τα περνάει διαφορετικά.

Οι νύχτες ξέρετε δεν είναι μόνο για τους μοναχικούς, τους παράξενους ή τους παράνομους. Είναι και για τους εγκλωβισμένους.

Εκείνους που εγκλωβίστηκαν στη ζωή τους και δε μπόρεσαν ποτέ να φύγουν από εκείνη.

Εκείνη τη νύχτα είχε αποφασίσει να βγει και να ξεχάσει.

Να βάλει στο ποτό του όλες εκείνες τις ημέρες που έχασε και να τις ρουφήξει μέχρι να αδειάσουν. Ο πάτος του μπουκαλιού του θα ήταν το τέλος και το ξεκίνημα της νέας αρχής του. Αυτής της νέας αρχής που αναζητούσε εκείνος.

Πόσες φορές τα είχε σκεφτεί όλα αυτά και όμως τελικά ποτέ δεν κατάφερνε να φτάσει σε εκείνο τον πάτο, του απόλυτου κενού. Αντιθέτως, καθώς το ποτήρι άδειαζε, εκείνος γέμιζε με σκέψεις.

Μία αποτυχημένη σχέση, μερικές φωτογραφίες κι ένα παλτό στην ντουλάπα, όσα είχαν μείνει από εκείνη.

Αλλά τι σημασία είχαν όλα αυτά, τώρα ήταν κλεισμένος στο γνωστό, χιλιοπαιγμένο, άθλιο μπαρ.

Δίπλα του το σκηνικό ήταν διαφορετικό. Τρία νεαρά κορίτσια είχαν στηθεί ακριβώς απέναντι από την πόρτα και σχολίαζαν. Περνούσαν από εξονυχιστικό έλεγχο σε κάθε αρσενικό που πατούσε το πόδι του σε εκείνο το μέρος. Μιλώντας για τα κορδόνια των παπουτσιών τους έως τα επίμαχα σημεία τους.

Έψαχναν απεγνωσμένα το επόμενο πιόνι στο σκάκι της βραδιάς τους.

«Ρε μαλάκα, όλοι οι άντρες είναι ίδιοι σε γδύνουν με τα μάτια, καμιά φορά σου πουλάνε και ένα παραμύθι έρωτα. Ψαρώνουμε εμείς και νομίζουμε ότι γίναμε πριγκίπισσα Σισσι και τότε ανοίγουμε τα πόδια κι εκείνοι φεύγουν για άλλη γή για άλλα μέρη. Λυπάμαι αλλά δε θα πάρω!»

Ταράχτηκε, διότι εκείνος ήταν στη θέση της «πριγκίπισσας Σίσση» που είχε περιγράψει η κοπέλα και η Ειρήνη ήταν στη θέση του «όλοι οι άντρες είναι ίδιοι».

Πώς είχε μπλέξει αυτός σε αυτή την κατάσταση δε γνώριζε, αλλά ούτε και θα το μάθαινε ποτέ.

Παρήγγειλε ακόμα δύο τεκίλες.

Ούτε που κατάλαβε, πώς βρέθηκε στη παρέα των τριών κοριτσιών να τους μιλάει για την χαμένη Ειρήνη και για το ξεχασμένο παλτό της στη ντουλάπα.

Τους μίλησε, για την γνωριμία τους, για τα βήματα μπροστά και τα βήματα πίσω που έκανε εκείνη, για την ξαφνική φυγή της.

Έτσι εξελισσόταν το βράδυ και πια δεν ήταν μόνος. Για μια στιγμή του φάνηκε μάλιστα ότι βλέπει στον πάτο, την νέα αρχή του.

Ίσως τελικά να μην ήταν όλες οι γυναίκες πουτάνες όπως μήνες τώρα προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του. Ίσως πίσω από τους σχολιασμούς αυτών των κοριτσιών για τους θαμώνες του μπαρ να κρυβόταν κάτι αληθινό. 

Είχε και εκείνο τον σκοπό να εκπληρώσει βλέπεις.

Έφυγε με μία από τις τρεις κοπέλες, έχοντας για λίγο ξεχάσει το ποτήρι που περίμενε να αδειάσει την ψυχή του από εκείνη. Ύστερα από μικρή προσπάθεια από μέρους του κατάφερε και την πήγε στο σπίτι του. Έβαλε ένα ακόμα ποτό και για τους δύο τους και απολάμβανε με πάθος τα φιλιά της.

Η ντουλάπα ήταν κλειστή και έτσι το ξεχασμένο παλτό της Ειρήνης δε θα μάθαινε ποτέ για εκείνη την βραδιά. Έτσι κι αλλιώς όμως αύριο, θα της το έστελνε με ένα κούριερ.

Δεν είχε πιά καμία αξία για εκείνον.

Απόλαυσε τον καναπέ του, κάνοντας έρωτα με μια άλλη.

Όμως οι πληγές δεν γιατρεύονται ούτε με τεκίλες σε μπαρ, ούτε ψάχνοντας φανταστικούς πάτους μπουκαλιών. Διότι τα μπαρ δεν είναι για να λειτουργούν ως νοσηλευτήρια αλλά αντίθετα σε βοηθάνε να ξύσεις τις πληγές σου και όχι να τις επουλώσεις.

Βλέπεις τα ποτήρια αδειάζουν αλλά οι σκέψεις είναι πηγάδια που δεν στερεύουν ποτέ.

Η άγνωστη κοπέλα, φεύγοντας το πρωί, άφησε πίσω της μόνο ένα σημείωμα «Σε ευχαριστώ. Δυστυχώς δεν με βοήθησες να τον ξεχάσω. Μαρίνα». Δεν είχε ρωτήσει κάν το όνομά της.

Ούτε εκείνος. Αύριο θα ξαναπροσπαθούσε.

 

 

Συντάκτης: Πέννυ Πηττά