Έβγαζε βρόμα η γειτονιά ότι σας άκουγε να τσακώνεστε. Άναρχες επιθυμίες να κραυγάζουν και να φτάνουν έως το δρόμο και μια αγωνία που δεν ήξερε πώς αλλιώς να εκδηλωθεί, προσπαθούσε να σε κρατήσει στα όρια το «κλείνον άστυ». Προστασία από αγάπη που κι εσύ να επιμένεις να αργείς τα βράδια, να επιμένεις να μπλέκεις με λάθος ανθρώπους, να μη διαβάζεις, να καπνίζεις, να μένεις μικρός και να θες να τα παρατήσεις όλα και να φύγεις.
Φωνές από απόγνωση «Θα με τρελάνεις, να φύγεις απ’ το σπίτι» που ύστερα γλύκαιναν παρακαλώντας σε να φας γιατί «Πρέπει να φάει το παιδί, αδυνάτισε». Ένα αυστηρό βλέμμα κι όλη η τρυφερότητα του κόσμου στην καρδιά.
Αυτοί οι γονείς που τόσο μας ταλαιπώρησαν και τόσο μας αγάπησαν. Με ανιδιοτελή αγάπη, απροσάρμοστη, αναρχική, ανυπόταχτη. Εκείνη που ήθελε να σωπάσει για να μη μας στεναχωρήσει κι οι φόβοι της την έκαναν να ουρλιάζει. Εκείνη η μεγάλη αγάπη που ξέρει να συγχωρεί χρόνια, παραλήψεις, σημάδια, κούραση.
Και να μεγαλώνουν οι γονείς και να ταλαιπωρούνται και να χαράσσουν ρυτίδες στο πρόσωπο οι προσπάθειες και να μην τους νοιάζει καθώς το «για το παιδί όλα» ήταν δυνατότερο από κάθε χαρακιά. Κι αυτό το παιδί να γίνεται δεκαέξι, δεκαοκτώ, είκοσι πέντε, τριάντα, σαράντα τρία κι εκείνοι ακόμα να γυρίζουν γύρω του με το φαγητό. Να δημιουργεί δικό του κόσμο να χάνεται σε άλλα σημαντικά και να σημειώνει τα δικά του ασήμαντα και κάπως έτσι να ξεχωρίζει τις συναναστροφές του.
Ύστερα μεσημέρια πίσω στο πατρικό, περισσότερο από υποχρέωση παρά από επιθυμία κι εκείνοι να περιμένουν να πάρουν πίσω λίγη απ’ την αγάπη και να μη λαμβάνουν και παρ’ όλα αυτά να μη ζητάνε, γιατί στην πραγματικότητα ποτέ δεν περίμεναν.
Αυτή η τεράστια αγάπη των γονιών δε γυρνάει ποτέ πίσω. Όσο κι αν προσπαθεί το ίδιο το παιδί αργότερα στην ώριμη σκέψη του να βάλει αυτά που θέλει να δώσει πίσω σε εκείνους, ποτέ δεν τα φτάνει.
Τα πρώτα βήματα, οι προσπάθειες, το σφίξιμο των δοντιών στα δύσκολα, οι υποχωρήσεις, οι ξεχασμένες επιθυμίες και μια ολόκληρη ζωή δεν πληρώνονται και δεν επιστρέφονται ακόμη κι αν αφιερώσεις, ώρες, μήνες, χρόνια. Πάντα κάποιος άλλος θα βρίσκεται μπροστά και θα τους κλέβει λίγη απ’ την αγάπη που καλά φυλάς για εκείνους. Άλλοτε ο έρωτας, άλλοτε ένας καλός φίλος και στο τέλος το δικό σου παιδί.
Η ενέργεια δε μετατρέπεται σε ενέργεια όταν έχει αποφορτιστεί κι οι φωτογραφίες δε ζωντανεύουν από ευγνωμοσύνη όση κι αν είναι αυτή. Η αγάπη των γονιών μας απέχει πολύ απ’ τα παιδικά μας παιχνίδια που πάντα στο τέλος πιάναμε αυτόν που κυνηγούσαμε ή από το κυκλικό ντόμινο που στήναμε και τελικά βρισκόντουσαν όλα τα ξυλάκια εκεί όπου ξεκίνησαν.
Εκείνοι δε θα πάρουν ποτέ πίσω τη νεότητά τους και δε θα δεχτούν ποτέ την ίδια εκδήλωση συναισθημάτων απ’ το παιδί τους. Δεν ανταποδίδονται αυτές οι αγάπες, αλλά ακόμη και να ανταποδίδονταν κανένας δε θα άντεχε να βλέπει το παιδί του να αγωνιά και να ανησυχεί. Να στέκεται σαν δεύτερο πόδι και να στηρίζει τα λάθη και τις παραλήψεις και να σβήνει όλες τις φωτιές από εκείνους και να τις παίρνει επάνω του.
Οι γονείς δεν περιμένουν, δίνουν απλώς γιατί γνωρίζουν ότι το «δούναι και λαβείν» άλλωστε είναι για τις εμπορικές συναλλαγές κι όχι για τα συναισθήματα.
Εκείνοι που τελικά γίνονται οι ήρωες στις ξεθωριασμένες ενήλικες ζωές μας είναι αυτοί που κατάφεραν να δώσουν χωρίς να περιμένουν να πάρουν. Εκείνοι που έτρεξαν πίσω μας στα πρώτα βήματά μας μην τυχόν και σκοντάψουμε και γρατζουνίσουμε τα πόδια μας και αργότερα τις ψυχές μας. Οι γονείς ορμάνε στη ζωή μας μόνο και μόνο για να έχουμε κάπου να ακουμπήσουμε, απ’ την πρώτη στιγμή.
Κανείς δε γεννήθηκε στο πουθενά και κανείς δε μεγάλωσε μόνος, όσο κι αν το ακούμε συχνά απ’ τα στόματα παραπονεμένων παιδιών που οι γονείς δεν έκαναν το καλύτερο για αυτούς. Το είχαν κάνει αλλά ίσως με λάθος τρόπο, γιατί ο τρόπος δε διδάσκεται.
Δεν ανταποδίδεται το «όλα» ακόμη κι αν στοχεύσουμε προς αυτό. Δεν είναι από αχαριστία, αδυναμία ή αδιαφορία αλλά επειδή ό,τι και να κάνεις το άπιαστο δεν μπορείς να το πιάσεις κι οι γονείς μας είναι άπιαστοι ούτως ή άλλως ακόμη κι όταν γκρινιάζουν.
Επιμέλεια Κειμένου Πέννης Πηττά: Πωλίνα Πανέρη