Πόρτες κλειστές, αμπαρωμένες για χρόνια από δικούς σου ανθρώπους. Από ανθρώπους που ήθελες δίπλα σου κι εκείνοι ήταν χαμένοι. Παιδιά που είχαν τα πάντα και τους έλειπε το βασικό, μια βασική αγάπη∙ εκείνη που δίνουν αυτοί που τα έφεραν στον κόσμο. Γονείς που χάθηκαν σε δουλειές, νεαρές ηλικίες, λάθη που δεν κατάλαβαν ποτέ. Άλλα σκόπιμα, άλλα από αμέλεια κι άλλα κατά λάθος.
Υπάρχουν κι οι γονείς που δε νοιάζονται. Γονείς που χάνονται ανάμεσα σε λάθη, σωστά. Δουλειές, καθημερινότητα. Διασκέδαση και παιδιά ξεχασμένα στο σπίτι.
Υπάρχουν και μαμάδες που από τύχη πήραν αυτόν τον τίτλο. Μαμάδες που δεν αγκάλιασαν τα βράδια παιδιά που φοβόντουσαν τα σκοτάδια. Μαμάδες που δε μάλωσαν ποτέ για το φαγητό, για το τσιγάρο, για το πρώτο τατουάζ. Δεν το πρόσεξαν καν άλλωστε. Δεν πρόσεξαν καν την εξωτερική ηλικία που περνούσε και την εσωτερική που παρέμενε μωρό και ζητούσε χάδι.
Το είδαν ίσως κάποτε αργότερα κι αυτό από βόλεμα. Περιορίστηκαν σε ένα «μεγάλωσε, δεν μας έχει ανάγκη» στον εαυτό τους κι ύστερα τρέξανε να κάνουν κάτι σπουδαίο για τους ίδιους.
Παιδιά με ρυτίδες να στέκονται επί χρόνια με ένα ποτήρι νερό στα χέρια. Άλλωστε πόσο βάρος έχει ένα ποτήρι; Μικρό μα αν το κρατάς για χρόνια παραλύουν τα χέρια. Εκείνο το ποτήρι που όταν σηκωνόταν στα χείλη στην εφηβεία ήταν τόσο ελαφρύ κι όσο περνάγανε τα χρόνια βάραινε γινόταν ασήκωτο, όπως η έλλειψη ενδιαφέροντος.
Είναι ασήκωτο το βάρος της αδιαφορίας. Βαρύ κι ασήκωτο ακόμη κι όταν τα μαλλιά ασπρίζουν, ακόμα κι όταν οι ρυτίδες μεγαλώνουν γιατί στη ζωή αφήνουμε όλους τους ρόλους για να προχωρήσουμε σε άλλους, αλλά το ρόλο του παιδιού δεν τον αφήνουμε ποτέ.
Υπάρχουν και παιδιά που δεν έχουν ήρωα τον μπαμπά τους. Κορίτσια που οι μπαμπάδες τους δεν τα προστάτευσαν απ’ τους άντρες που τις περιτριγύριζαν. Αγόρια που δεν έσπρωξαν ποτέ την μπάλα στα πόδια εκείνου ή ακόμη κι αν την έσπρωξαν εκείνη δεν ήρθε ποτέ πίσω. Ούτε μια πάσα ούτε ένα χάδι κι ήταν κι αυτό το καταραμένο ποτήρι στα χέρια. Όσο πιο πολλά τα χρόνια, τόσο πιο μεγάλο το βάρος του.
Κάποιοι έγιναν γονείς τυχαία. Γιατί έτσι έπρεπε, γιατί κάποιος τους ανάγκασε, γιατί αυτό όριζε η κοινωνία, γιατί δεν είχαν τι άλλο να κάνουν, γιατί τα νιάτα εγκλώβισαν τα συναισθήματά τους. Τα έκαναν ανώριμα, αδύναμα, μικρά κι αυτά τα μικρά συναισθήματα δε στάθηκαν ικανά να δοθούν. Να παραδοθούν στα κομμάτια τους, να τα δυναμώσουν, να τα κάνουν ανίκητα.
Δεν είναι όλοι γεννημένοι για να γίνουν γονείς. Όχι επειδή είναι κακοί άνθρωποι, ακαμάτες, πεζοί, αλλά επειδή δεν μπορούν, δε θέλουν, δεν ταιριάζει στο χαρακτήρα τους. Γιατί θα είναι καλύτεροι σε ένα άλλον ρόλο κι όχι σε αυτόν. Δεν είναι γεννημένοι όλοι να γίνουν γονείς κι ας βροντοφωνάζει η κοινωνία μας ακόμη και σήμερα για νυφικά και μαιευτήρια. Δεν είναι ευτυχισμένοι κι όταν δεν είσαι ο ίδιος ευτυχισμένος δεν μπορείς να μεταδόσεις ευτυχία σε κανέναν.
Το γονικό ένστικτό είναι σαν εκ γενετής σημάδι -ή το έχεις ή δεν το έχεις καθόλου. Δεν αποκτιέται, δεν αγοράζεται, δε φτιάχνεται, δε βρίσκεται στην πορεία. Έτσι είναι η φύση των ανθρώπων, κάποιοι να είναι καλοί σε κάτι και κάποιοι άλλοι όχι. Δεν είναι ντροπή να μην το έχει κάποιος, δεν είναι μεγάλη μύτη που τη διορθώνεις με επεμβάσεις, δεν είναι καν κουσούρι, είναι γνώρισμα. Γνώρισμα που σε κάνει ιδανικό για κάτι κι ακατάλληλο για κάτι άλλο. Στην αποδοχή είναι το πρόβλημα.
Γιατί αν το είχαμε αποδεχτεί θα είχαμε γονείς που νοιάζονται και μόνο. Γιατί αν το είχαμε αποδεχτεί θα υπήρχαν μόνο αγαπημένες οικογένειες. Γιατί αν το είχαμε αποδεχτεί οι αλάνες θα ήταν γεμάτες μπαμπάδες κι οι πλατείες μαμάδες. Γιατί αν το είχαμε αποδεχτεί θα είχαμε συγκροτημένους ενήλικες. Γιατί αν το είχαμε αποδεχτεί τα παιδιά θα χαμογελούσαν και σαν το χαμόγελο των παιδιών δεν έχει. Δεν το έχουμε όμως.
Επιμέλεια Κειμένου Πέννυς Πηττά: Πωλίνα Πανέρη