Πάτα για λίγο pause, στη ζωή σου. Άσε στην άκρη δήθεν έρωτες που έχουν από καιρό εξαφανιστεί, χωρίς αντίο. Παράτα τις γρήγορες συναντήσεις, τα ανούσια ιδρωμένα βράδια που σε αφήνουν ανικανοποίητο, τους τυχαίους περαστικούς και ξένους που φεύγουν αδιάφορα όπως κι ήρθαν και κοίτα γύρω σου.
Βάλε δύναμη και σπρώξε τις δήθεν δικές σου επιθυμίες. Εκείνες που έχουν ψηλώσει πάρα πολύ με το καιρό και πια δε φτάνεις καν να κοιτάξεις στο ύψος τους για να τις ξαναθυμηθείς. Αφού δεν τις θυμάσαι, δεν μπορείς να τις αναζητήσεις στους άλλους και στο τέλος γίνονται μια φούσκα που σκάει στα μούτρα σου.
Άστα, όλα και κοίτα ακριβώς δίπλα σου. Σε εκείνον τον άνθρωπο που από καιρό είναι παντού κι ας μην είναι πουθενά στη ζωή σου. Εκείνον που του γυρίζεις την πλάτη και παρ’ όλα αυτά είναι δίπλα σου. Εκείνον που δε σε ενοχλεί κι όμως η απουσία σου απ’ τη ζωή του κάνει πιο έντονη την παρουσία σου. Εκείνον που μούσκεψε μέχρι και τα τσιγάρα του για να σε περιμένει και ας μην πήγες ποτέ. Εκείνον που μέτρησε όλες σου τις λέξεις κι ας μην σχημάτισαν ποτέ πρόταση ουσίας.
Το δεδομένο, το «σε αναμονή», το συγκεκριμένο. Στάσου για λίγο και δώσε του, όχι πολύ, δυο λεπτά. Δύο μόνο λεπτά, γι’ αυτά που δε σου είπε, αλλά και γι’ εκείνα τα λίγα που σου είπε. Θυμήσου το βλέμμα του, το φιλί του, το κάτι του κι όλα εκείνα που δεν μπορείς να προσδιορίσεις.
Σίγουρα θα αναρωτηθείς, τι περιμένει τόσο καιρό και δε βάζει τα πόδια στην πλάτη να φύγει. Δεν είναι τρελός, αφελής κολλημένος ή βλάκας, απλώς έχει πατήσει το pause που λέγαμε. Έμεινε για χρόνια σε μια στιγμή, δεν πόνεσε απ’ τα χαστούκια αδιαφορίας, δεν έπεσε απ’ τις σπρωξιές απόρριψης. Έμεινε να περιμένει σε ένα όνειρο «κι ας είναι η φωτιά του να τον κάψει». Έτσι κι αλλιώς ο έρωτας σε τσουρουφλάει ούτως ή άλλως, είτε ανταποκρίνεται είτε όχι.
Αυτός δεν έμεινε στο «αδιάφορα» που τον κοίταξες, έμεινε στο «παράφορα» που μπλέχτηκες στο μυαλό του. Ίσως να μην καταλαβαίνεις και πολλά, αλλά δεν είναι δική σου η ευθύνη. Το «παράφορα» το δικό του, δεν το βρήκες ποτέ στους χλιαρούς ερωτάκους που γυρόφερνες, δε γνωρίζεις πώς είναι, δεν μπορείς να το αντιληφθείς.
Δώσε μια ευκαιρία σ’ αυτόν τον άνθρωπο για να γνωρίσεις κάτι διαφορετικό, εσύ. Ίσως πετύχει, ίσως κι όχι. Άλλωστε στη χειρότερη να χάσεις ένα-δύο μήνες απ’ το χρόνο σου, αλλά στην καλύτερη θα κερδίσεις κάποια απ’ τα χρόνια που έχεις αφήσει απλά να περάσουν.
Ούτως ή αλλιώς, οι άνθρωποι που μας περίμεναν, γίνονται επιβάτες στη ζωή μας αργά ή γρήγορα. Τόσα χρόνια στο σταθμό κάποτε περνάει το τρένο μας και τους επιβιβάζει. Εκείνοι που ξέρουν να περιμένουν έχουν τους λόγους τους κι αυτοί οι λόγοι δεν μπορούν να μείνουν απλώς σε ένα παγκάκι ενός σταθμού, κάποτε θα ταξιδέψουν.
Αυτοί που περίμεναν χωρίς να έχουν κανένα συμφέρον δεν είναι ούτε εγωιστές ούτε κολλημένοι. Μάχονται μέχρι να φτάσουν στο κάτι που θέλουν. Η επιθυμία τους είναι μανία και σημαίνει πως κάτι υπάρχει παρακάτω κι αυτό το παρακάτω τους κάνει να αντέχουν, να περιμένουν.
Το ξέρεις κι εσύ πως αυτό το κάτι στο παρακάτω, θα έρθει. Εάν δεν το γνώριζες δε θα τον άφηνες να ξεροσταλιάζει στις αίθουσες αναμονής, τόσο καιρό. Θα είχες ανοίξει τις πόρτες κι εκείνος θα αποχωρούσε. Όταν όμως κάτι επιμένουμε να το συντηρούμε στο ψυγείο αντί να το βγάλουμε και να το πετάξουμε σημαίνει ότι το επιθυμούμε κι εμείς.
Γι’ αυτόν τον άνθρωπο που κατά βάθος επιθυμείς κι εσύ, σου μιλώ, σε αυτόν οφείλεις να δώσεις μια ευκαιρία. Αν το ψάξεις καλύτερα μέσα σου, θα το βρεις. Μη χαθείς στο τίποτα, στο πουθενά και στο καθόλου, γι’ αυτό σου λέω πάτα το, το γαμημένο το κουμπάκι, όσο είναι καιρός.
Εκείνοι που επιμένουν και μας περιμένουν κρύβουν μόνο θετικά συναισθήματα για εμάς και τους το χρωστάμε να τα δοκιμάσουμε. Αλλά είναι κάποιες φορές που το «λίγο» μας δεν αντέχει το «πολύ» τους, γι’ αυτό και τους αποφεύγουμε.
Φοβόμαστε να αφεθούμε στη δύναμη των άλλων όταν εμείς οι ίδιοι είμαστε πιο αδύναμοι απ’ αυτούς, για αυτό τους κρύβουμε και τους κρατάμε πίσω. Όσο εκείνοι επιμένουν για το μπροστά, τόσο πιο πίσω τους κρατάμε. Αξίζει την ευκαιρία για εσένα, όχι για εκείνον.
Όμως, εκείνος ο άνθρωπος που σου μιλάω τόση ώρα, εχθές τον είδα να σηκώνεται απ’ το σταθμό, ίσως και να έφυγε. Ίσως να μην προλάβεις.
Επιμέλεια Κειμένου Πέννυς Πηττά: Πωλίνα Πανέρη