«Μα εδώ, βαθιά στην κόλαση, έχουμε βρει μια όαση». Ένα βλέμμα γύρω ήταν αρκετό για να επιβεβαιώσει τους στίχους που τραγουδούσε ο Σωκράτης. Μια όαση στην κόλασή μας, στην κόλαση του ωχαδερφισμού και της λεζάντας. Λίγα βράδια ξεχωριστά κι εμείς εκεί «ευτυχείς, λυπημένοι και πότες».

Εμείς που διασκεδάζουμε σε μουσικές σκηνές και συναυλίες έχουμε τα μυαλά στα κάγκελα, το κεφάλι μας είναι φοιτητικό κι εμείς νιώθουμε μέχρι είκοσι ετών το πολύ. Δεν έχουν ηλικία όμως οι μουσικές κι αυτός είναι ο λόγος που δε μεγαλώνουμε ποτέ, όσες ρυτίδες κι αν στολίζουν τα βλέμματά μας.

Δεκάδες χέρια υψωμένα, φωνές ενώνονται σε ένα στίχο, αγκαλιάζεις το διπλανό σου σαν να τα πίνατε κι εχθές μαζί κι ας μην τον έχεις ξαναδεί ποτέ. Ελάχιστες μουσικές αντέχουν να ενώσουν ανθρώπους. Να τους ξεγυμνώσουν από κουστούμια, στρας και ψηλοτάκουνες γόβες και να τους αφήσουν καθημερινούς, σε ένα βράδυ Σαββάτου. Μονάχα εκείνοι, συναισθήματα και μουσικές.

Εμείς, λοιπόν που ξενυχτάμε σε μουσικές σκηνές, δεν είμαστε σαν τους άλλους. Είμαστε ξενέρωτοι, παλιομοδίτες, vintage πινελιές στην εποχή της φιγούρας που ξεμείναμε σε λάθος δεκαετία. Τρολ της εποχής μας κι όμως τόσο αυθεντικοί.

Με βραχνιασμένες φωνές από ευχαρίστηση, με τα μακό μας και τα χιλιοπατημένα παπούτσια μας λες και γυρίσαμε από συνάντηση φοιτητών στο Πανεπιστήμιο, καμία σχέση δεν έχουμε με τις φυλές των Σαββατόβραδων.

Τα ιδανικά μας καρφωμένα πάνω στο αναλόγιο με τα τραγούδια τους κι αυτοί με μια κιθάρα, όσο πιο λιτά γίνεται, να μας τα κάνουν εικόνες. Ταξιδεύουν τα όνειρα ταξιδεύουμε κι εμείς, στις «όχθες του Αχέροντα» και στον αέρα «Πεχλιβάνη».

Εμείς λοιπόν που ξενυχτάμε με τη φωνή του Θανάση, του Σωκράτη κι όλων των άλλων σπουδαίων που ευτυχώς υπάρχουν ακόμα στις μέρες μας, είμαστε αλλιώτικοι.

Ένα ποτό στο μπαρ και τσίπουρα στην τσάντα μας. «Άιντε εκεί μακριά, μακριά στην Ανδρομέδα, άιντε πίνουν τσίπουρο…»  Αδειάζει το μυαλό, αδειάζει και το ποτό μας, που το μοιραζόμαστε κι αυτό.

Σπρωχνόμαστε ανάμεσα στους άλλους ίδιους μ’ εμάς για να καταφέρουμε να χωθούμε στα λίγα τετραγωνικά της μουσικής σκηνής και δεν παραπονιέται κανείς ότι του κλείνουμε το χώρο. Σπρωχνόμαστε στους ήχους των τραγουδιών κι εκτονωνόμαστε ειρηνικά. Μια μοναδική ελευθερία μας κατακλύζει κι όλα αυτά για λίγες μόνο αληθινές νότες.

Μοιραζόμαστε τα τραγούδια τους, τα ποτά μας, ερχόμαστε κοντά, γνωριζόμαστε και ξαφνικά δεν είμαστε μερικοί άγνωστοι, αλλά όλοι γνωστοί.

Λίγες μελωδίες έχουν τη μαγκιά να ενώνουν ανθρώπους, να χαρίζουν νοήματα που έχουμε από καιρό ξεχάσει κι ύστερα να τις τραγουδάμε όλοι δυνατά. Τόσο δυνατά που καλύπτουμε τη φωνή του τραγουδιστή αλλά και τι πειράζει; Για ένα ρυθμό ζούμε κι όσο πιο πολλά τα στόματα τόσο πιο έντονος ο ρυθμός.

Αυτές οι νύχτες δεν έχουν σκοτάδια, έχουν άπλετο φως στην καρδιά μας. Είναι μαγική δύναμη που δημιουργεί φιλίες, έρωτες, αγάπες. Τόσο λιτά χωρίς περιττές φανφάρες, μεγάλα θεάματα, φώτα και στολίδια.

Εμείς που διασκεδάζουμε σε μουσικές σκηνές διασκεδάζουμε με την κιθάρα, τη φωνή και τους στίχους. Είναι ο μοναδικός τρόπος των αγαπημένων μας να ερμηνεύουν με πάθος κι όχι αδιάφορα, ξενέρωτα. Κανένας θαμώνας δεν έχει ηλικία, κανένας δε χασμουριέται, κανείς δε φεύγει χωρίς να έχει απόλυτα γεμίσει με τα ακούσματά του.

Με ροκ συνήθεια και μια αντισυμβατικότητα στα χέρια, γιατί έτσι πάει. Γιατί εάν δε διασκεδάζαμε έτσι θα ήμασταν ταραχοποιοί, θα είχαμε ψυχικές διαταραχές, θα ήμασταν φυλακή. Δε χώραγε το πνεύμα μας στη νύχτα με άλλο τρόπο.

Έχουν δυναμική αυτές οι νύχτες, έχουν μαγκιά, έχουν αλήθεια. Όποιος δεν έχει αφιερώσει μία νύχτα του σε έναν από αυτούς τους σπουδαίους, δεν μπορεί να καταλάβει την αυθεντικότητα της νύχτας. Γιατί έχει κι η νύχτα ιδανικά, έχει και η νύχτα αξιόλογους ανθρώπους.

Κι εμείς θα είμαστε αυτοί που θα αφήνουμε να περνάνε τα χρόνια και θα ανανεώνουμε το ραντεβού μας και θα πηγαίνουμε πάλι και πάλι. Με μουσικές που ημερεύουν τα πάθη μας κι εξημερώνουν τα λάθη μας, θα απολαμβάνουμε αυτές τις νύχτες, όσες κι εάν είναι.

Άλλωστε «το θαύμα είναι να ζεις, καρδιά μου, όλες σου τις στιγμές» κι αυτό κάνουμε.

 

Επιμέλεια Κειμένου Πέννης Πηττά: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Πέννυ Πηττά