Ο μεγαλύτερος σου φόβος είναι αυτός που σε κοιτάει το πρωί στον καθρέφτη. Η ρυτίδα που εμφανίζεται ξαφνικά στο χαμόγελό σου. Οι σοφίες που λες μεσημέρι Κυριακής με την παρέα για καφέ στην πλατεία Εξαρχείων. Τα «θα σοβαρευτώ» που λες στους φίλους κι ας μην έκανες ακόμα και σήμερα πράξη.
Η τούρτα των γενεθλίων που κάθε φορά σε εκνευρίζει και περισσότερο. Μάταια προσπαθείς να δώσεις λίγη ομορφιά στην αλήθεια της, με περίεργα σχέδια, κεριά, πυροτεχνήματα. Αυτό που καταφέρνεις είναι να καις τα χέρια σου. Ενώ εκείνη πετυχαίνει καλά το σκοπό της, να σου προσθέτει ακόμα ένα χρόνο.
Η ημέρα που αποχωρίστηκες το πατρικό σου σπίτι, για να ανεξαρτητοποιηθείς, γιατί έγινες «ολόκληρη» γυναίκα» ή «κοτζάμ μαντράχαλος» και «δεν κάνει να μένεις με τους γονείς σου.» Η μηχανή που αντικατέστησες με οικογενειακό τετράπορτο αυτοκίνητο για να χωράτε εκείνος, εκείνη, ο σκύλος και τα όνειρά σας.
Τα «μεγάλωσες και μυαλό δεν έβαλες», που λέει η μάνα σου στα γρήγορα καθημερινά τηλέφωνα, αλλά και στις γιορτινές οικογενειακές συναντήσεις. Τότε που η κουζίνα μυρίζει κοκκινιστό στην κατσαρόλα και στο μυαλό σου, μυρίζει ενοχή που ακόμα δε μεγάλωσες.
Σε όλα, εκείνη η καταραμένη πατέντα κοινός παρανομαστής. Ο χρόνος. Ο μεγαλύτερος σου φόβος, εκείνος. Αυτός που κρύβεται κάτω από το μαξιλάρι σου κι είναι ο υπεύθυνος που κάθε πρωί ξυπνάς κάποιος άλλος.
Ποτέ δεν τα πήγαινες καλά με το χρόνο. Ρολόι δε φόρεσες ποτέ και στα ραντεβού πήγαινες πάντα καθυστερημένα. Αλλά αυτός όσο κι εάν τον αγνοούσες, επέμενε να κρύβεται στη ζωή σου και σαν μαριονέτα να την κινεί ανάλογα με το πώς γουστάρει εκείνος.
Μυστήρια εφεύρεση, σατανική, καταστροφική κι αλήτικη. Διακατέχει όλη την ύπαρξή σου από την ημέρα της γέννησής σου ακόμα. Είναι εκείνος που προσπερνάει τα όνειρα, λιγοστεύοντας τα όρια. Εκείνος που σε πιέζει να ελιχθείς για να προχωρήσεις, σε κατευθύνσεις που δε γνωρίζεις καν εάν θέλεις να πας.
Είναι εκείνος που εμφανίζει λευκές τρίχες στα μαλλιά σου κι εσύ επιμένεις να τα βάφεις με μανία θέλοντας να πείσεις τον εαυτό σου ότι αυτό το χρώμα σου πάει περισσότερο. Και όταν θα διαβάζεις από πολύ κοντά, σημάδι πρεσβυωπίας, εκείνος θα κρυφοκοιτάζει πίσω από την πόρτα και θα κρυφογελάει με την κατάντια σου.
Ύστερα ξαφνικά τρέχεις σαν παλαβός να προλάβεις να ζήσεις γιατί θα φύγει εκείνος και ξαφνικά θα είσαι πάλι κάποιος άλλος, σε κάποια άλλη μοίρα. Θα μείνουν τα θέλω σου ανεκπλήρωτα κι οι πόθοι σου θα απομακρύνονται.
Αλλά ακόμα κι αν γίνεις ένας σύγχρονος Σπύρος Λούης, πάντα εκείνος θα σε προλαβαίνει και θα αλλάζει τα σχέδιά σου. θα σε κάνει κάποιον άλλον, κάποιον που δε θέλεις, αλλά θα γίνεις. Αυτό που αποφεύγεις θα είναι εκείνο που θα φτάσεις και κανείς δε θα σε έχει ρωτήσει για αυτό, απλώς θα συμβεί.
Τον φοβάμαι πολύ το χρόνο, όπως κι εσύ, γιατί είναι τα πάντα και ταυτόχρονα το τίποτα. Γιατί φεύγει και δε γυρνάει πίσω.
Είναι, όμως, και κάποιες μέρες, εκείνες τις αισιόδοξες που ξυπνάς από τη μυρωδιά της άνοιξης κι από τον ήλιο που επιθετικά μπαίνει από τις γρίλιες του δωματίου, που νομίζεις πως ο χρόνος σε έφερνε κοντά στα όνειρά σου. Είναι τότε που ξυπνάς κι αντί για καφέ, κάνεις όνειρα, χαζεύοντας από το μπαλκόνι.
Γιατί όλα στη ζωή θέλουν χρόνο για να γίνουν. Αυτά που θέλεις να ξεχάσεις τα απαλύνει εκείνος, εκείνα που θέλεις να καταφέρεις μετά την επιμονή πραγματοποιούνται επειδή μεγαλώνεις. Είναι εκείνος που σαν γράμμα πετάει κάτω από την πόρτα ελπίδες και σε γεμίζει ευτυχία κι είναι ο ίδιος που στην παίρνει πίσω.
Και έτσι περνάνε οι στιγμές και τότε τον φοβάσαι λιγότερο το χρόνο και συμφιλιώνεσαι μαζί του. Ίσως και να τον γουστάρεις καμιά φορά. Να χαίρεσαι μαζί του κι ας λυπάσαι για τα χρόνια που περνούν.
Για όσα δεν πρόλαβες να ζήσεις. Για τις στιγμές που έχασες πιστεύοντας ότι θα έρθουν άλλες. Για τους περαστικούς ανθρώπους που τώρα θυμάσαι με νοσταλγία. Για το παιδί που ακόμα κρύβεις μέσα σου. Για εκείνους που δεν είναι εδώ, αλλά δε θυμάσαι κιόλας. Για το χαμόγελο που έγινε φωτογραφία. Για σένα που φοβάσαι το χρόνο και για μένα που μεγάλωσα, γαμώτο.
Επιμέλεια Κειμένου: Πωλίνα Πανέρη