«Μπορώ να πάρω τη μικρή στην παιδική χαρά;» Ακόμα την ακούω στ’ αυτιά μου την κυρία Μαρία. Να ζητάει από τη μάνα μου να με πάει μια βόλτα. Μια βόλτα που ενώ για τους γονείς μας ήταν κουραστική, για εκείνη λύτρωση. Δεν τους κατηγορώ, είχαν το δίκιο τους. Πολλές ώρες μπλεγμένοι σε δουλειά και υποχρεώσεις, πού όρεξη και κουράγιο για παιχνίδια;

Η κυρία Μαρία του τετάρτου ορόφου ήταν μια γλυκιά και συγκροτημένη γυναίκα. Είχαν ένα ψιλικατζίδικο στη γειτονιά «για να βγαίνουν τα προς το ζην», όπως έλεγε ο άντρας της. Τελικά τα προς το ζην έβγαιναν ίσα ίσα κι ας είχε γεμίσει το τεφτέρι τους με ξεγραμμένα βερεσέδια. Δεν τους πείραζε αυτό, δεν τους απασχολούσε, άλλος ήταν ο καημός τους. Προσπαθούσαν για χρόνια ν’ αποκτήσουν ένα παιδί. Ανίσχυρα σπερματοζωάρια είχε διαγνώσει ο γιατρός τους και μ’ αυτή τη δικαιολογία έχασαν κάθε ελπίδα ν’ αποκτήσουν ένα παιδάκι.

Δεν τους ένοιαζε. «Υπάρχουν χιλιάδες παιδάκια ορφανά που χρειάζονται την βοήθεια μας» είχε πει ο άντρας της. Τους θυμάμαι να συζητούν με τη μητέρα μου για τα χαρτιά που έπρεπε να μαζέψουν, για τους απαιτητικούς νόμους που αφορούσαν τις υιοθεσίες, για τις ελπίδες τους, για τα όνειρά τους, γι’ αυτό το «κάτι θα γίνει» που ποτέ δε γινόταν μιας και πάντα κολλούσαν σε κάποια σελίδα ενός κάποιου νόμου.

Η λύση της υιοθεσίας ήταν η μόνη τους διέξοδος και σε αυτήν είχαν στηρίξει κάθε τους προσπάθεια. Αίτηση είχαν κάνει από καιρό, αλλά νωρίτερα από πέντε έτη, ίσως και παραπάνω, δεν υπήρχε καμία ελπίδα να μπορέσουν κι εκείνοι να νιώσουν γονείς όπως τόσοι άλλοι. Πολλές οι γραφειοκρατικές διαδικασίες, αλλά ακόμη περισσότερες οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.  

Τη μια στιγμή τα μάτια τους έκαιγαν από προσμονή και την άλλη από δάκρυα αποθάρρυνσης. Πολλά τα σκαμπανεβάσματα άλλα άξιζε ο κόπος για το αποτέλεσμα. Όταν, βέβαια, ερχόταν κι αν ερχόταν.

Μικρό το εισόδημά τους, μικρές και οι πιθανότητες. Λες και η αγάπη κρίνεται μόνο από εισοδηματικά κριτήρια, τραπεζικούς λογαριασμούς και ακίνητα. Λες και οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι για να μεγαλώνουν με μεγάλα πορτοφόλια και όχι με μεγάλες καρδιές. Προφανώς αυτά είναι τα κριτήρια κάποιων, γι’ αυτό και οι νόμοι για τις υιοθεσίες θέτουν τέτοιου είδους κριτήρια.

Το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, τόσο δαιδαλώδες, είναι κατασκευασμένο με τέτοιο τρόπο που να μπορεί να διαλύει ανθρώπους, όνειρα, αγάπες. Δεν εξηγείται αλλιώςτο γεγονός ότι την ίδια  στιγμή που εκατοντάδες αθώα παιδιά βρίσκονται στους τοίχους κάποιου θαλάμου σ’ ένα ίδρυμα, ξεχασμένα από καιρό, την ίδια αυτή στιγμή κάποια ζευγάρια αδημονούν ν’ αποκτήσουν ένα παιδί. Αδιέξοδες καταστάσεις και νόμοι που αποτέλεσμα έχουν να εγκλωβίζουν νομικά μικρά παιδιά και ενήλικες που θέλουν να νιώσουν τη χαρά της οικογένειας.

Μέχρι και την παράνομη υιοθεσία είχε σκεφτεί η κυρία Μαρία με τον άντρα της αλλά, φιλήσυχοι και νομοταγείς  άνθρωποι καθώς ήταν, δε θ’ άντεχαν να δουν την εμπορευματοποίηση ενός μωρού. Μεσάζοντας, χρήματα, κρυφά τηλεφωνήματα και μια συνάντηση με αντίτιμο. Δίνουν παιδί, δίνεις χρήματα. Απάνθρωπο, δε θα έμπαιναν σε καμία περίπτωση σε τέτοια διαδικασία. Ήθελαν όλα να γίνουν σωστά, ν’ αποκτήσουν το παιδί που επιθυμούσαν καθόλα νόμιμα. Η κρατική υιοθεσία, όμως, είναι μια επίπονη, χρονοβόρα και κουραστική διαδικασία. Τόσο ψυχολογικά όσο και οικονομικά.

Η αγάπη και η θέληση, για εκείνους, δεν αρκεί. Πρέπει όλα να πιστοποιηθούν και ν’ αποδειχτούν με συμβολαιογραφικά έγγραφα, δικαστήρια, κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους και φυσικά φορολογικές δηλώσεις.

Το αποτέλεσμα; Παιδιά σε ιδρύματα πάρα πολλά, άλλα ορφανά και άλλα εγκαταλελειμμένα από γονείς τέρατα που ως ύστατη πράξη μεταμέλειας δεν υπέγραφαν καν την αποδοχή ώστε να προχωρήσουν οι διαδικασίες. Ζευγάρια να περιμένουν επί σειρά ετών και παιδιά να μεγαλώνουν σε ιδρύματα. Χωρίς μια οικογένεια, χωρίς ζεστές αγκαλιές και χωρίς αγάπη και ανθρώπους τριγύρω.

Η υιοθεσία αφορά τρεις παράγοντες άκρως αντίθετους και άσχετους μεταξύ τους. Ένα όνειρο ν’ αποκτήσει κάποιος ένα παιδί. Ένας άλλος «γονιός» που απέκτησε και δεν το θέλει. Κι ένα κράτος που υπολειτουργεί και εμποδίζει δραματικά τις διαδικασίες. Και υπάρχουν και διάφοροι επιτήδειοι που ορμάνε και σπαράζουν κάθε συναίσθημα για να κερδίσουν παράνομα μερικά χρήματα.

Τελικά η διαδικασία για την κυρία Μαρία κράτησε επτά χρόνια. Επτά χρόνια ταλαιπωρίας που είχαν χαραχθεί στο πρόσωπο του ζευγαριού. Επτά χρόνια και δυστυχώς δεν τα κατάφεραν. Κρίθηκαν, λέει, ακατάλληλοι λόγω οικονομικών κριτηρίων. Αυτή είναι η Ελλάδα. Η χώρα της γραφειοκρατίας, που η αγάπη δεν φτάνει για μια υιοθεσία εάν δεν συμπορεύεται μ’ ένα τραπεζικό λογαριασμό.

– «Μπορώ να πάρω τη μικρή, στην παιδική χαρά;»

– «Ασφαλώς και μπορείς, ξέρεις ότι σε θεωρεί δεύτερη μάνα της»

 

Επιμέλεια κειμένου Πέννυς Πηττά: Ελευθερία Παπασάββα.

Συντάκτης: Πέννυ Πηττά