Εκείνο τον Αύγουστο, δε θα πήγαινα πουθενά. Το είχα αποφασίσει, θα καθόμουν στο σπίτι, μόνη. Θα άφηνα τα πιάτα άπλυτα στο νεροχύτη, θα πέταγα τα παπούτσια στο διάδρομο και όταν ήθελα να ξεχαστώ θα παρακολουθούσα τις βόλτες της κουρτίνας, μπαλκόνι δωμάτιο από το βραδινό αέρα.
Όταν λυπόμουν θα έπεφτα για ύπνο για να μη θυμάμαι και όταν θα θύμωνα θα τον έβριζα που είχε αποφασίσει να ζήσει μακρυά μου. Αδύναμη να αποδεχτώ κάθε είδους απώλεια, θα έμενα στο σπίτι να θρηνώ το χωρισμό από εκείνον.
Όμως η ζωή έχει άλλα σχέδια για εσένα και όταν προσπαθείς με κάθε τρόπο να πέσεις, ρίχνει ένα λάσο και την τελευταία στιγμή σε μαζεύει από τον γκρεμό, σε πετάει στην αρένα και εκεί που ζεις στην αδράνεια ζεις το εναλλακτικό γρήγορο σχέδιο της.
Ούτε κατάλαβα πώς βρέθηκα να ετοιμάζομαι για τη συνάντηση παλιών συμμαθητών.
Από την αρχή δεν είδα με καλό μάτι την ιδέα της συνάντησης. Μου φάνηκε μάλιστα πολύ κακή ιδέα. Δεν είχα καμία όρεξη να πάω.
Σκεφτόμουν την κάθε Πίτσα, Μαρίκα συμμαθήτρια που θα καυχιόνταν για τη ζωή της ενώ δεν είχα καθόλου χρόνο να τις ακούσω. Είχα και μία κατάθλιψη που έπρεπε να πέσω για τα μάτια του ακατονόμαστου, πως θα άλλαζαν αυτές τώρα τα σχέδια μου;
Έφτασα στην καφετέρια που είχε κλειστεί το μεγάλο γεγονός με μισή ώρα καθυστέρηση. Ήταν μεσημέρι, τα μάτια μου ήταν πρησμένα, τα μαλλιά μου μπερδεμένα, τη διάθεση την είχα ξεχάσει κάπου στο σπίτι.
Τα είχα οργανώσει όλα. Θα πήγαινα θα χαιρετούσα τυπικά, θα καθόμουν για δέκα λεπτά και με μια καλή δικαιολογία θα γύρναγα πάλι στη μαυρίλα του σπιτιού και της ζωής μου.
Ήταν όλοι τους εκεί, δεν έλειπε κανένας. Ίδια μάτια, διαφορετικές φυσιογνωμίες.
Μετά τις τυπικές χαιρετούρες και τη δήθεν συγκίνηση. Είδα εκείνον. Μέσα στα μάτια του είδα εμένα μικρό κορίτσι να τρέχει στην αυλή του σχολείου, να κρύβεται πίσω από την πλάτη του όταν δεν είχε διαβάσει για να μην την σηκώσει ο δάσκαλος στον πίνακα. Είδα τη σελίδα από το “Εμείς και ο κόσμος” που εκείνος είχε ζωγραφίσει. Είδα ακόμα και το κρουασάν που μου είχε χαρίσει.
Ξαφνικά δε με ενοχλούσε τίποτα. Ούτε οι ιστορίες των φαντασμένων συμμαθητριών, ούτε οι δήθεν ευτυχισμένες ζωές τους, ούτε καν ο καφές μου που ήταν πικρός ενώ τον πίνω γλυκό.
Δεν άκουγα κανέναν, το μυαλό μου είχε στήσει ιστούς από τον παιδικό μου έρωτα που ήταν μπροστά μου ολοζώντανος, να μου μιλάει όπως τότε.
Μου φάνηκε μάλιστα ότι με φλέρταρε. Άκου να δεις τώρα, τι φανταζόμουν, είκοσι χρόνια μετά να με φλερτάρει το αγόρι των ονείρων μου. Σίγουρα δεν ήμουν καλά.
Χάθηκα μέσα στη συνάντηση συμμαθητών. Ξέχασα το πένθος μου για τον καταραμένο, ξέχασα ότι είχα υποσχεθεί στο καλοκαίρι ότι θα το περνούσαμε οι δύό μας, χωρίς να μοιραστούμε με κανέναν τις φέτες με το καρπούζι. Ξέχασα ότι δεν είχα κάνει πεντικιούρ.
Στη στιγμή κανονίστηκε εκδρομή συμμαθητών, στο σπίτι μιας κοπελιάς στην Μεσσηνία. Ούτε που κατάλαβα πως πέρασαν οι μέρες και βρέθηκα στο αυτοκίνητο του να πηγαίνουμε στην εκδρομή. Οι δρόμοι ξεμάκραιναν στο πέρασμα μας και εγώ ένιωθα τις τούφες από τα μαλλιά που έπεφταν στον πρόσωπο μου σαν χάδι.
Το χάδι εκείνου δεν το πήρα. Τουλάχιστον με την έννοια που έχουμε δώσει σε αυτό στην ηλικία μας. Πήρα όμως αγάπη. Με έπιασε από το χέρι, με φίλησε λες και ήταν το πρώτο φιλί και για τους δύο μας. Άπειρο και γλυκό με μια νοστιμάδα που χάνεται όσο περνάν τα χρόνια.
Όλα ήταν πολύ τρυφερά. Τα αγγίγματα, τα χαμόγελα, η διάθεσή μας. Έπαιζαν περίεργα στον ήλιο τα συναισθήματά μας.
Κοιμήθηκα μαζί του, αγκαλιά. Τίποτα άλλο πονηρό. Δεν το ζήτησε, δεν το σκέφτηκα. Δεν είναι η ουσία στη σαρκική επαφή, στην καρδιά είναι, αλλά το έχουμε ξεχάσει με το πέρασμα των χρόνων.
Έζησα το παιδικό μου όνειρο, σαν να ήμουν εννέα χρονών όπως τότε. Χωρίς να ζητάμε δύσκολα, χωρίς να απαιτούμε παρακάτω.
Οι παιδικοί έρωτες δεν τελειώνουν ποτέ. Σαν πρωινό τσιγάρο είναι απαραίτητοι παρόλο τη γεύση πικρίας που αφήνουν στο τέλος. Δεν φταίνε εκείνοι, ο χρόνος που περνάει είναι αμείλικτος.
Τελικά εγώ και ο Μάριος περάσαμε λίγα παιδικά ραντεβού. Αθώες στιγμές σε τεράστιες σκληρές καθημερινότητες. Απογεύματα με ηλιοβασίλεμα ανάμεσα στο καυσαέριο της πόλης. Πραγματοποιήσαμε τις παιδικές μας εικόνες χωρίς να τα λερώσουμε από κηλίδες ενηλίκων και ας ήμασταν και οι δύο περίπου εικοσιπέντε.
Στα μάτια των παιδιών κρύβονται αλήθειες, που μεγαλώνοντας καμουφλάρονται σε σοβαρότητα και ανάγκες. Το ξεχνάμε αλλά το έχουμε μέσα μας.
Έτσι δεν έχουν τίποτα να χάσουν οι παιδικοί έρωτες, δε βρομίζουν από εγωισμούς, ποντάρουν στα σίγουρα και στο τέλος πάνε πάσο.
Γιατί οι άνθρωποι έχουν αλλάξει, γιατί κανείς δεν είναι παιδί, γιατί άλλοι άνθρωποι έχουν εισβάλει στη ζωές τους.
Κανένας έρωτας δε μένει ανεκπλήρωτος όταν είναι αληθινός ακόμη και εάν δημιουργείται μέσα στα μάτια ενός εννιάχρονου κοριτσιού.
Όλη αυτή η ιστορία με έκανε να σκεφτώ τόσα και ίσως να έγινα καλύτερη.
Ίσως να μην έφυγα ποτέ από το θρανίο του δημοτικού σχολείου.
Ίσως να μην άφησα τα παιδικά μου όνειρα.
Ίσως ακόμη η μαμά μου να με γυρεύει σε κάποια αλάνα.
Ίσως κάποιος να μου χαρίσει κάποτε το κρουασάν του.
Ίσως να μην μεγάλωσα ποτέ. Ίσως και όχι.