Δύσκολο να προσπαθείς να γράψεις χωρίς έμπνευσή. Δύσκολο να έχεις μέσα σου συναισθήματα που δεν είσαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να τα εξωτερικεύσεις σωστά και να τα παρουσιάσεις σε έναν άλλον άνθρωπο. Ίδια η καταπίεση.
Στην πρώτη περίπτωση σε πνίγουν οι λέξεις και η θέληση να γράψεις με τον κόμπο που φτιάχνει η λευκή σελίδα του υπολογιστή σου που δε λέει να γεμίσει. Στη δεύτερη περίπτωση σε καίνε οι ίδιες σου οι επιθυμίες που θέλεις τόσο να πεις και τελικά δε λες τίποτα ή τις συμπυκνώνεις σε ένα «όλα καλά». Είναι κάτι φυλακισμένα συναισθήματα που κοιτάνε πίσω από τα κάγκελα των ματιών σαν κρατούμενοι αλλά στη δράση των λέξεων δεν μπορούν να συμμετέχουν. Ζωή χωρίς ζωή, που την παρακολουθείς χωρίς να συμμετέχεις. Τα λόγια μένουν να κοιτάζουν και το μάτια μένουν να μιλάνε.
Κάπου μπερδέψαμε τα πράγματα στο όνομα της μεγαλύτερης μπαρούφας που έχουμε εφεύρει. Το φόβο της έκθεσης. Μην εκτεθούμε και μας παρεξηγήσουν, μη δείξουμε καμιά αλήθεια παραπάνω και μας κατηγορήσουν για κυνικούς ή ότι άλλο.
Φτιάξαμε τις προσωπικότητες μας σε μαριονέτες και περίτεχνα κρατάμε τα σχοινιά τους σε παραστάσεις άνευ προηγουμένου, για τέτοια επιτυχία υποκρισίας μιλάμε. Είμαστε όλοι μερικές στημένες περσόνες. Περσόνες που δημιουργήσαμε οι ίδιοι μην τυχόν και εξωτερικεύσουμε κανένα συναίσθημα και μας γρατζουνίσει καμιά καρφίτσα του κόσμου. Περσόνες και ουσία τίποτα.
Φτιάξαμε το δικό μας παιχνίδι και το στήσαμε πολύ καλά. Ανακαλύψαμε τα «πρέπει» και τα «δεν πρέπει» και ανάλογα χτίσαμε ολόκληρους χαρακτήρες. Χαρακτήρες ανέκφραστους κάποιες φορές ή μελό άλλες, ανάλογα πως το ορίζουν οι περιστάσεις. Ανάλογα τους ανθρώπους που βρίσκονται απέναντί μας, ανάλογα τους στόχους που έχουμε θέσει στο θολωμένο εγκέφαλό μας.
Μάθαμε να ξεχνάμε χωρίς να έχουμε μνήμη, μάθαμε να ερωτευόμαστε χωρίς πεταλούδες, μάθαμε να αγαπάμε χωρίς αγάπη. Κλείσαμε τα στόματά μας σε σκέψεις που θέλουν να γίνουν λόγια μόνο και μόνο από άμυνα. Για να αμυνθούμε από φανταστικούς εχθρούς καταφέραμε να αμυνόμαστε από τους ίδιους μας τους εαυτούς.
Έτσι μείναν στα αζήτητα κάτι μεγάλα συναισθήματα. Χάθηκαν μεγάλες αγάπες, έμειναν σε ένα κιτρινισμένο τετράδιο οι καλύτεροι στίχοι που γράψαμε. Ύστερα είπαμε ότι ζούμε, γιορτάσαμε το ότι βγήκαμε αλώβητοι. Κανείς δε μας πλήγωσε επειδή τον αγαπήσαμε, κανείς δε γέλασε με όσα γράψαμε. Κανείς δεν έμαθε και δεν εκτεθήκαμε, ρε παιδί μου, οπότε τέλος καλό όλα καλά ή μάλλον ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Αστείο ε; Να θεωρείς καλύτερα την ατυχία να μην έζησες όσα θα ήθελες, να μην προσπάθησες για όσα αγάπησες, να μην αγωνίστηκες για όσα σκέφτηκες. Κάναμε νίκη την ήττα και την ήττα νίκη. Φορέσαμε και την απάθεια για κασκόλ και νομίζουμε ότι τώρα είμαστε κατάλληλοι προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουμε το κρύο.
Καίγεται το μέσα μας και έξω έχουμε Δεκέμβρη. Ύστερα βγαίνουμε, ψάχνουμε ανθρώπους, κάνουμε τους δυστυχείς, γκρινιάζουμε για τον έρωτα που δεν ήρθε ποτέ να μας βρει και πετάμε τις ευθύνες από εδώ και από εκεί, όπως ακριβώς κάνουμε με τα παπούτσια μας όταν γυρίζουμε σπίτι.
Κανείς δε θα είναι πραγματικά ευτυχισμένος αν δεν καταφέρει να δείξει στους ανθρώπους που τον ενδιαφέρουν τα συναισθήματά του, τον εαυτό του το μέσα του και το έξω του. Όλη η αλήθεια των ανθρώπινων σχέσεων είναι μόνο μια φράση που είχε γράψει ο Ρίτσος: «Αν δεν μπορέσω να το δεις και εσύ μοιάζει σαν να μην το έχω»
Και κάπως έτσι πορευόμαστε με τις περσόνες μας. Με αυτά που λέμε και με αυτά που δε λέμε. Παραπονούμαστε για την ανταπόκριση που δεν παίρνουμε και ξεχνάμε ότι δεν απευθυνόμαστε σε μάντεις, αλλά σε ανθρώπους που νιώθουν όπως και εμείς. Και άμα δεν τα πεις, πώς να ξέρουν; Και αν δεν τα δείξεις, πώς θα τα νιώσουν; Και αν δεν αγκαλιάσεις, πώς θα σε αγκαλιάσουν; Και αν δεν είσαι αληθινός, πώς περιμένεις να μη σε βρει το ψέμα;
Ζητάμε χωρίς να δίνουμε και απαιτούμε να λάβουμε κιόλας, αλλά δεν πάει έτσι. Ό,τι δεν είπες, δεν το ζήτησες ποτέ, ό,τι δε διεκδίκησες δεν το θέλησες ποτέ και ό,τι έχασες είναι επειδή ποτέ δεν προσπάθησες να το πιάσεις.
Έτσι απλά. Όλα τα άλλα «να ‘χαμε να λέγαμε, ιστορίες για αγρίους».
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή