Είναι κάποιοι άνθρωποι κακός μπελάς. Δε θα τους αποφύγεις, όσο κι αν το προσπαθήσεις. Ακόμη κι αν σβήσεις όλα τα φώτα, απενεργοποιήσεις τα συναισθήματα, κατεβάσεις όλους τους διακόπτες, εκείνοι θα βρουν έναν τρόπο να εισβάλουν στη ζωή σου.

Αθόρυβα, απρόσκλητα κι απροειδοποίητα. Τη στιγμή που το βλέμμα έχει καρφωθεί στο φανάρι, μέχρι να ανάψει πράσινο να φύγει, και το στόμα τραγουδάει τους στίχους από εκείνο το τραγούδι. Όταν τίποτα δεν περιμένεις και την ώρα ακριβώς που δε θες να ‘ρθει κανείς.

Με δυο γυάλινες μπάλες στο πρώτο βλέμμα συνθλίβουν κάθε πιθανή αντίσταση. Απροειδοποίητα κι απότομα, οι άνθρωποι «κακός μπελάς» μεταμορφώνονται και σε μεταμορφώνουν. Στρογγυλοκάθονται στις ματιές, στις σιωπές, στις ζωές, γίνονται αιώνιοι. Δεν υπάρχει μεγαλύτερος μπελάς απ’ τα αιώνια κι ας τα αναζητάμε, κι ας θεωρούμε ότι χρονοτριβούμε στα εφήμερα.

Στην πραγματικότητα, χρονοτριβούμε σε καθετί φθαρμένο, σε ό,τι κάποτε ήταν σημαντικό, ενώ στο παρόν είναι ασήμαντο, σε ό,τι μας κάνει να βαριόμαστε και σε ό,τι έχει πάψει να μας δίνει απόλαυση. Τα εφήμερα, τουλάχιστον, καλύπτουν τη συνθήκη της ευχαρίστησης και της απόλαυσης, του «κάτι» απ’ το τίποτα.

Κι ενώ κανονικά θα ‘πρεπε να ‘μαστε ευτυχισμένοι, όταν αυτοί οι άνθρωποι, οι μόνιμοι, μπουν στη ζωή μας, τους μετατρέπουμε σε σκοτούρα, σπαζοκεφαλιά, τριβέλι. Η κατάρα του νικητή ή, πιο απλά, ανία. Βαριόμαστε λιτά, χωρίς ιδιαίτερες δικαιολογίες. Βαριόμαστε και μάλλον όχι τους ίδιους τους ανθρώπους αλλά τις συνήθειες. Τα κλειδιά ίδια ώρα στην εξώπορτα του σπιτιού, το νερό που τρέχει στο μπάνιο μας τα απογεύματα, το ροχαλητό δίπλα μας τα βράδια, τις ανάσες τους.

Δεν αντέχουν τα χρόνια το μόνιμο, κι ας συντάσσουν συμβόλαια αορίστου διάρκειας με όρους που γνωρίζουν απ’ την αρχή ότι δε θα τηρήσουν. Με περίσσια μαεστρία, καταφέρνουμε να στριμώξουμε σε ανθρώπινες σχέσεις συμφωνίες, συνταγές κι ετικέτες, μπουκώνουμε και μια δικαιολογία για τη λάθος στιγμή, την κακή επιλογή, την ηλικιακή ανωριμότητα, κι όλα γίνονται πιο εύκολα.

Ανάμεσα σε όλα αυτά, εκμεταλλευόμενοι το δικαίωμα της μετατόπισης ευθυνών, ανακαλύπτουμε τον μεγάλο ένοχο, τον άνθρωπο «κακό μπελά». «Ίσως, αν δεν ήταν αυτός, να ήταν κάποιος άλλος, καλύτερος», «Αν δεν ήταν αυτός, θα χαμογελούσα», «Μπορεί και να ‘χα πάει ταξίδι», «Μπορεί να μην ήμουν εγώ, μπορεί να ήμουν κάποιος άλλος» και μέσα από μια δικαιολογία, για άλλη μια φορά, ρίχνουμε σκόνη στα μάτια μας, γιατί κάποιες αλήθειες δεν αντέχουμε ούτε εμείς οι ίδιοι να τις δούμε.

Οι άνθρωποι «κακός μπελάς» δεν μπήκαν απ’ την αρχή με αυτές τις σταθερές στη ζωή μας. Έγιναν, όμως, κακός μπελάς γιατί τόλμησαν να μείνουν, γιατί δε μας πρόδωσαν για να μας δώσουν την ευκαιρία να περιφέρουμε τον πληγωμένο εγωισμό μας σε ποσταρίσματα στα social media και σε πονεμένους στίχους τραγουδιών. Δε μας έδωσαν την ευκαιρία να μιλήσουμε για αυτούς στους φίλους μας, δε μας άφησαν να δραματοποιηθούμε, κλέβοντας λίγο απ’ το ενδιαφέρον του περίγυρου, δε μας άφησαν να γίνουμε θύματα. Μας πρόσφεραν ευτυχία και συμβατικότητα, κι αυτό στις μέρες μας δεν πουλάει.

Δεν έχουμε μάθει να αγοράζουμε ό,τι μας προσφέρεται δωρεάν. Κοστολογούμε τις αγάπες με βάση τον κόπο που κάναμε να τις αποκτήσουμε και τη δυσκολία που καταφέραμε να τις κρατήσουμε. Οτιδήποτε μας δοθεί απλόχερα το σνομπάρουμε και το τοποθετούμε στη θέση που θα βάζαμε τα περσινά μας ρούχα, εκείνα που θα δώσουμε κάποτε αλλά όχι ακόμα. Ίσως αλλάξει η μόδα, ίσως αλλάξουν τα μυαλά, ίσως κάποτε χρειαστούν, ας μείνουν εκεί, ποτέ δεν ξέρεις. Έχουν συναισθηματική αξία αλλά καμία χρησιμότητα στο παρόν μας.

Οι άνθρωποι «κακός μπελάς» σκοτώνουν τον έρωτα και κάνουν το σεξ πονοκέφαλο μετά από μια κουραστική μέρα. Δεν έχουν καρδιοχτύπια από κόρνες πρώτου ραντεβού. Κι αν έχουν, λησμονιούνται μες στα χρόνια, ξεθωριάζουν. Κουφώνονται οι άνθρωποι, παύουν να ακούν καμπανάκια και συγκινήσεις. Δεν είναι παράφοροι, μονιμοποιούνται, αποδυναμώνονται, χάνονται.

Μετατρέπουμε τις σχέσεις σε κανόνες προσφοράς-ζήτησης κι όσο μεγαλώνει η προσφορά τους, μικραίνει η ζήτησή μας, αλλά και πώς να φύγουμε απ’ τις σταθερές μας και να βγούμε στον άγνωστο κόσμο; Η ασφάλεια βολεύει πάντα, αλλά δεν ευτυχεί σχεδόν ποτέ.

Δεν αντέχουμε τις επιθυμίες και τους εαυτούς μας. Δεν μπορούμε να τους αντέξουμε και πετάμε ευθύνες σε όσους μένουν στη ζωή μας, γιατί φοβάστε να αποδεχτούμε ότι δεν έχουμε μάθει να μας αγαπούν -κι όσοι το κάνουν, μας αποσυντονίζουν.  Μας κάνουν να θέλουμε να το βάλουμε στα πόδια, αλλά ούτε αυτό έχουμε το θάρρος να το κάνουμε. Δεν έχουμε αποφασίσει, αν προτιμάμε την ασφάλεια απ’ την ανασφάλεια, το ρίσκο απ’ την αδράνεια.

Στο δικό μας «να ζήσω ή να πεθάνω» του τραγουδιού,  πάντα θα επιλέγουμε το πιο εύκολο.

Είναι κάποιοι άνθρωποι «κακός μπελάς», και δεν είναι άλλοι απ’ τους ίδιους μας τους εαυτούς.

 

Συντάκτης: Πέννυ Πηττά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη