Από πάντα μου άρεσαν τα ταξίδια. Ήθελα να φεύγω, να χάνομαι, να ξεχνιέμαι σε διαφορετικούς τόπους· κι ας ήταν για λίγο. Να περπατάω, σε δρόμους που δεν έχω ξαναδεί, να καλημερίζω αγνώστους σαν να τους ξέρω από χρόνια. Να τους γνωρίζω και να τους κάνω δικούς μου. Κάθε προορισμός που ταξίδευα και μια πατρίδα.
Είναι περίεργο πως κάθε προορισμός μπορεί να γίνεται τόσο δικός σου όπως ο άγνωστος που μπορεί τυχαία να γνωρίσεις, μια κάποια Δευτέρα. Εκείνη η Δευτέρα που θα πάψει να είναι αδιάφορη. Τότε που μια γνωριμία θα κάνει τον άγνωστο, δικό σου. Τότε που θα ορμίσεις με φόρα στον έρωτα και δε θα θες να φύγεις ποτέ από εκεί.
Κι όμως το ταξίδι τελειώνει κάποτε. Ο τόπος που περπάτησες μένει εκεί κι εσύ φεύγεις. Ο γραφικός παππούς έξω από το λευκό σπίτι που καλημέριζες το πρωί γίνεται ένας κάποιος κάτοικος του μέρους κι εσύ χάνεσαι.
Δε θες, αλλά φεύγεις. Ίσως και να θες να φύγεις. Κόντρα συναισθήματα και μια φυγή αναπόφευκτη σε κάνει να μπεις στο αεροπλάνο. Γρήγοροι αποχαιρετισμοί και μια κλεφτή ματιά πίσω, όμως είναι ήδη αργά, έχεις απογειωθεί.
Γίνεται το «τώρα», παρελθόν κι ένας στόχος να γυρίσεις πίσω σε πονάει καθημερινά.
Οι άνθρωποι που αφήνεις πίσω ή εκείνοι που χάνονται είναι όπως η επιστροφή από ένα ταξίδι. Σου προκαλεί πόνο η απώλεια. Τα πρωινά τσιγάρα έχουν πιο πικρή γεύση. Οι εγωισμοί χάνονται σε μια νύχτα κι ας μην έχεις πιει σταγόνα. Οι στόχοι γίνονται ενικός αριθμός. Να τον φέρεις πίσω ή να τον ξεχάσεις.
Τα εισιτήρια, όμως, για επιστροφή έχουν εξαντληθεί, στους δρόμους έχουν στηθεί οδοφράγματα, στα λιμάνια έχουν βγάλει απαγορευτικά κι εσύ δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω σε αυτά που άφησες.
Ξεθωριάζουν οι αναμνήσεις. Τον τόπο δεν τον ξεχνάς όπως και τις αναμνήσεις από εκείνον. Χαμογελάς κάθε φορά που το σκέφτεσαι. Λησμονείς κι αναρωτιέσαι γιατί δεν έχασες εκείνο το αεροπλάνο τότε και να ‘μενες για πάντα εκεί. Όμως τίποτα δεν πονάει πια.
Οι φωτογραφίες δεν προσφέρουν επαφή. Οι αισθήσεις δεν καλύπτονται πια, δεν αγγίζεις εκείνον τον άνθρωπο, τον δικό σου. Δεν καβγαδίζεις μαζί του, δε γεμίζουν τα μάτια σου και δεν πνίγονται τα φιλιά σου, δε μοιράζεσαι την καθημερινότητά σου κι εκείνη αλλάζει. Αλλάζει επικίνδυνα γρήγορα. Απαλύνεται το συναίσθημα.
Δεν ξεχνιούνται οι μεγάλοι έρωτες ακόμη κι εάν δεν ξαναειδωθούν ποτέ. Κοιμούνται στο υποσυνείδητό σου και περιμένουν μια στιγμή για να ξυπνήσουν για λίγο. Ίσα-ίσα να σου θυμίσουν ότι υπάρχουν, για να σου ψιθυρίσουν ότι μπορεί να μη βλέπονται αλλά δε χάθηκαν ποτέ. Όπως οι πληγές που δεν πονάνε πια αλλά εμφανίζονται όποτε αλλάζει ο καιρός για να μη λησμονήσουμε τίποτα απ’ αυτές.
Οι άνθρωποι που αγάπησες, δε λησμονιούνται επειδή δε βλέπονται. Γίνονται σκιές. Σκιές που περπατάνε δίπλα σου, σκιές που συνηθίζεις την παρουσία τους και δε σε ενοχλούν πια. Ας μην βλέπονται τα μάτια, δεν ξεχνιούνται.
Είναι εκείνα τα ταξίδια που δεν κατάφερες ποτέ να ξανακάνεις. Είναι εκείνοι οι προορισμοί που ήθελες τόσο πολύ να γυρίσεις πίσω αλλά δεν τα κατάφερες ποτέ. Παρ’ όλα αυτά δεν τα ξέχασες. Τα θυμάσαι κάποια πρωινά και δακρύζεις για όσα άφησες, για όσα πέρασες, για τα τόσα «δεν είσαι εδώ», τους χαρίζεις ένα σφιγμένο χαμόγελο κι ετοιμάζεσαι για τη δουλειά.
Όλα είναι θέμα έντασης συναισθημάτων. Όσο πιο δυνατό το συναίσθημα τόσο πιο δυνατή κι άφθαρτη η ανάμνηση. Οι άνθρωποι που δεν ξαναείδες ποτέ αλλά αγάπησες δεν είναι γκρίζοι προορισμοί. Δεν είναι κακές διακοπές που θέλεις να ξεχάσεις. Δεν είναι αδιάφορες στιγμές που απλώς πέρασαν και φύγανε.
Οι άνθρωποι που χάθηκαν γίνονται εσύ. Μαθαίνεις να ζεις απλά με την απουσία τους αλλά ποτέ με την απώλειά τους. Ένα ταξίδι που σου έταξες και δεν έκανες ποτέ. Ένα ταξίδι που μένει για πάντα απωθημένο. Ένα ταξίδι που γίνεται ιστορία που περιγράφεις στους φίλους και χαμογελάς νοσταλγικά.
Ένας άνθρωπος που έχασες και δεν ξέχασες ποτέ. Ένας άνθρωπος που έμεινε για πάντα παρών κι ας παραμένει η ουσία του απούσα.
Άλλωστε, «της αγάπης την ουσία τη μετρώ στην απουσία» κι αυτό είναι μεγάλος στίχος αδιαμφισβήτητος.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη