Ανησυχώ για όσους δεν έχουν όνειρα. Για εκείνους που γυρίζουν στην Αθήνα και κλείνονται στα διαμερίσματά τους περιμένοντας το επόμενο καλοκαίρι. Εκείνους που η καθημερινότητά τους κλισεδίζει και μένουν να μετρούν με το ρολόι για την επόμενη διέξοδό τους σε κάποια παραλία.
Είναι αυτοί που κάνουν σχέδια, που προγραμματίζουν κάθε τους κίνηση, που χάνουν την πραγματικότητα περιμένοντας ένα παραμύθι. Μπλέκονται στους λαβύρινθους της ζωής τους και ξεχνάνε το λόγο που δεν μπορούν να βγουν από εκείνους.
Είναι σαν να παίζεις αγώνα ποδοσφαίρου και αντί να απολαμβάνεις το παιχνίδι, να περιμένεις το τάιμ άουτ για να λάβεις τις συμβουλές του προπονητή σου.
Οι διακοπές είναι μία ευχάριστη φούσκα. Μια φούσκα που σκάει και σε επαναφέρει στην άχαρη και γεμάτη θορύβους πόλη. Τους θορύβους που έχουμε πάψει να ακούμε, τα τοπία που δε βλέπουμε, τους ανθρώπους που θεωρούμε διάφανους.
Η πραγματικότητα όμως κρύβεται στην καθημερινότητα. Κρύβεται στη βόλτα με φίλους ένα απόγευμα στην Πλάκα. Απαλλαγμένοι από το άγχος να περπατάμε στα σοκάκια της παλιάς Αθήνας, να ανεβαίνουμε στα Αναφιώτικα, να πίνουμε ένα ουζάκι στα σκαλάκια, να ακούμε τον Θανάση Παπακωσταντίνου και να χανόμαστε μέσα στην αύρα που μπορεί να δώσει ένα καλοκαιρινό απόγευμα στην πόλη.
Ζαλισμένοι από το ούζο να προχωράμε τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, τουρίστες και πλανόδιοι να χρωματίζουν το βράδυ μας και οι φίλοι πιο χαλαροί από ποτέ να γελάνε με το ανέκδοτό μας. Ύστερα να καταλήγουμε στα βράχια της Ακρόπολης, παιδιά κι ας έχουμε τριανταρίσει. Να ανταλλάσσουμε ένα φιλί στο παγκάκι. Να χανόμαστε στα αρώματα και στη μυρωδιά της ξεχασμένης Αθήνας.
Εκείνης που ξεχάσαμε από φόβο να ζήσουμε.
Η πραγματική ζωή δε βρίσκεται σε θάλασσες, παραλίες, πράσινα νερά, στενά σοκάκια και ανεμόμυλους ενός νησιού των Κυκλάδων. Μέσα μας βρίσκεται.
Πάει σε Φθινοπωρινές συναυλίες, μεθάει τραγουδάει μαγεύεται από το θέατρο Βράχων που επιβλητικά φωνάζει ότι είναι εκεί, προσπαθώντας να του ρίξουν μια ματιά τα απασχολημένα μάτια των ανθρώπων που έχουν γυρίσει από διακοπές.
Εκείνοι που ζουν τη ζωή τους στη διαπασών είναι τυχεροί. Είναι αυτοί που δε θα γκρινιάξουν για τη βροχή, για το κρύο, για τον ήλιο. Είναι εκείνοι που θα σου χαμογελάσουν. Που θα τους δεις όμορφους χωρίς να έχουν κάποιο όμορφο χαρακτηριστικό. Που δε θα κλειστούν σε γυναικεία ψηλά τακούνια, καλοχτενισμένα μαλλιά και αντρικά μαρκάτα μπλουζάκια και μούσια. Δε θα ζητήσουν φρέντο καπουτσίνο, θα αρκεστούν στον ελληνικό.
Η αισιοδοξία και η αλήθεια πλημμυρίζει τα μάτια τους και όχι την εμφάνισή τους. Ζουν με το αίσθημα και όχι με την ταμπέλα. Ξημερώνουν της ζωής τους τα βράδια και πυκνώνουν τον κόσμο σε σταγόνες. Δε γνωρίζουν τη θέση του θύματος, γιατί είναι οι ίδιοι οι θύτες τις ζωής που απολαμβάνουν.
Τελειώνει το καλοκαίρι και μαζί του μαυρίζει η μέρα μας. Μετράμε τις αναμνήσεις των δέκα ημερών που ζήσαμε κι αφήνουμε τα ρολόγια να γυρίζουν.
Γεμίζουν ρυτίδες τα μάτια, ασπρίζουν τα μαλλιά και εμείς έχουμε ξεμείνει σ’ εκείνο το καλοκαίρι, σ’ εκείνη την παραλία, σ’ εκείνη την παρέα που είχαμε γνωρίσει.
Περνάνε γύρω μας οι άνθρωποι περαστικοί και δεν τους βλέπουμε. Για μερικά καλοκαίρια, για μία παραλία, για ένα καλοκαιρινό αεράκι, ένα πλοίο που φεύγει, μια οδική διαδρομή προς ένα απόμερο μέρος, χάνουμε τη ζωή μας.
Όμως η ζωή είναι έξω και μας περιμένει και αυτή έχει τέσσερις εποχές. Ήρθε η ώρα να τη ζήσουμε!
Καλό Φθινόπωρο.