Όταν είσαι καψούρης να το λες. Να το λες και να μη φοβάσαι τίποτα. Να γίνεσαι σενάριο, ανόητος, αστείος για τους άλλους κι αληθινός για τον εαυτό σου.
Υπάρχουν άπειρες θεωρίες που θα προσπαθήσουν να σε πείσουν για το αντίθετο: ότι δήθεν πρέπει να κρατάς για εσένα αυτά που πρόκειται να σε πληγώσουν, αυτά που δεν είσαι σίγουρος ότι θα πρέπει να πεις, αυτά που θα σε μπερδέψουν. Υποδείξεις και συνταγές για «προσοχή», «έξυπνη διαχείριση συναισθημάτων», «προφύλαξη». Κι ο έρωτας γίνεται άτολμος ανάμεσά τους κι ας μην το αντέχει η ιδιοσυγκρασία του. Γίνεται βουβός κι ας τσιρίζει από μέσα, προς τα έξω δε θα βγει τίποτα.
Καψούρες του ίσως, της αναβολής, του αν και του φόβου. Δεν του αξίζει τέτοια συμπεριφορά του έρωτα. Σαπίζει όταν δε μοιράζεται, απατάται, αποτελειώνεται, σκουριάζει. Ο έρωτας οφείλει να έχει θάρρος, οφείλει να κλοτσάει τους φόβους και να εκδηλώνεται.
Να το λες τον έρωτα, να τον χαίρεσαι, να τον γράφεις τραγούδια, να τον ζωγραφίζεις σε άδεια πακέτα από τσιγάρα, να τον τραγουδάς σε συναυλίες, να τον σιγοτραγουδάς, καθώς περιμένεις ν’ ανάψει το φανάρι στο αυτοκίνητο και να τον ζεις, να μην τρομάζεις απ’ την έντασή του. Άστον να κάνει ό,τι θέλει κι ας τσαλακωθείς.
Άφησέ τον να ξεδιπλωθεί, ν’ αναπνεύσει, μοιράσου τον. Άλλωστε έρωτας που δεν έχει γίνει εξομολόγηση δεν είναι καν έρωτας, είναι αυτό που φτιάχνουμε μόνοι μας ίσα-ίσα για να παραδεχτούμε στην εγωιστική μας φύση ότι έχουμε συναισθήματα.
Δε συγκρατείται η καψούρα, δε βουβαίνεται ο πόθος, δε βολεύεται όσο κι αν προσπαθήσεις. Δεν κρατιέται μυστικός ο έρωτας, υποφέρει, μπαγιατεύει, λήγει. Γιατί το συναίσθημα του έρωτα είναι τελεσίγραφο, δεν είναι ψυχική διαταραχή που προσπαθούμε να κρύψουμε, δεν είναι σπυράκι στο κούτελο που θα καλύψουμε με μέικ απ, δεν είναι καν σημάδι.
Υπάρχουν γύρω μας άνθρωποι με μπαλωμένες ζωές και συναισθήματα, με τεράστιες ραφές στο στόμα, μην τυχόν και τους ξεφύγει καμιά κουβέντα παραπάνω και τους κακολογήσουν στις παρέες και τους βγάλουν το όνομα του ερωτευμένου, λες κι ο ερωτευμένος είναι συνώνυμο του καμπούρη. Λες κι η υπόληψη χαλάει με ντόμπρα συναισθήματα κι όχι με ανθρώπους-ηθοποιούς. Μάθαμε ν’ αγνοούμε αυτά που νιώθουμε και να κάνουμε τις πάπιες στους ίδιους μας τους εαυτούς.
Μη μας δουν, μη μας κακοχαρακτηρίσουν, μη μας πληγώσουν, μη μας κρεμάσουν κουδούνια. Μπήκαμε σε γυάλες, μην τυχόν και γρατζουνίσουμε κάνα συναίσθημα κι ανάμεσα στα τόσα στραβά δεν αντέξουμε κι αυτό. Μάθαμε να βαφτίζουμε το βάρος που πλακώνει το μέσα μας κατάθλιψη και να βάζουμε στα μάτια μας γυαλιά ηλίου μην τυχόν και φανεί η σπίθα του έρωτα. Κανείς δεν είναι τόσο θαρραλέος για να παραδέχεται τα συναισθήματά του και σίγουρα έχουμε πιο σπουδαία πράγματα να κάνουμε, άλλωστε, πρέπει να προστατευτούμε κι απ’ την απόρριψη.
Μη σου κάνει εντύπωση. Υπάρχουν και καψούρες που δε βολεύονται. Κι έχουμε δει έρωτες κι έρωτες. Έρωτες που γράφτηκαν στην εθνική οδό, που αφιερώθηκαν στα ραδιόφωνα, που τη στήσανε έξω απ’ τα σπίτια, έρωτες χωρίς κουμπί on-off. Οι πραγματικοί έρωτες είναι για να φωνάζουν, όχι για να μένουν ανάμεσα σε δυο-τρεις φίλους, κάποιες μεθυσμένες βραδιές, μερικά τραγούδια και μετά κολλημένοι στο ταβάνι του υπνοδωματίου.
Καμία αληθινή καψούρα δε βολεύτηκε Σάββατο βράδυ μόνη της σ’ ένα καναπέ σαλονιού. Η αληθινή τρέλα βγήκε έξω και τα είπε, κι ας άρπαξε πολλά «όχι» για καληνύχτα, κι ας έφαγε τα μούτρα της, κι ας έμεινε χωρίς ανταπόκριση. Γιατί τελικά η καψούρα είναι κραυγή που οφείλεις να βγάλεις.
Να τον λες τον έρωτά σου, με κάθε τρόπο και παντού και να καμαρώνεις γι’ αυτό, γιατί είσαι απ’ τους λίγους, τους αυθεντικούς. Να μη φοβάσαι να χάσεις, να μην περιμένεις να κερδίσεις. Να βρέχεσαι, να ποδοπατείσαι, να τσαλακώνεσαι, γιατί αλλιώς δεν είσαι άνθρωπος.
«Ήρθα. Απόψε θα τα πω όλα», κρατούσε στα χέρια βότκα και την κοιτούσε αποφασιστικά. Κρατούσα το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης, «βλακείες», σκέφτηκα, πάτησα το κόκκινο κουμπί κι όλα σώπασαν. Κοίταξα το ταβάνι, ο δικός μου έρωτας είναι ακόμη κολλημένος επάνω του.
Επιμέλεια κειμένου Πέννυς Πηττά: Νάννου Αναστασία.