«Με τις κουβέντες χάνονται οι παρέες», έλεγε ένας φίλος, «και με τους έρωτες», θα προσθέσω. Με τους έρωτες εκείνους του «ωχ αμάν», που χτυπάνε κατακούτελα ή δε χτυπάνε καθόλου, με τους αναιδείς, τους ανώριμους, τους ανεκπλήρωτους κι εκείνους που φεύγουν απρόσμενα ή ξαφνικά.
Τους έρωτες που ξεμυαλίζουν φίλους και τους απομακρύνουν ή τους άλλους που μπουκάρουν στις παρέες κι αναγκάζουν τους φίλους να χωρίζονται, να παίρνουν θέση, να κάθονται στο ίδιο μαγαζί σε διαφορετικά τραπέζια.
Πίσω από κάθε παρέα κρύβεται ένας έρωτας -άλλοτε κρυφός, άλλοτε φανερός. Με τους δεύτερους όλα είναι πιο εύκολα. Αποκαλύπτονται, γίνονται ζευγάρια, κοινές παρέες και τα πίνουν όλοι παρέα.
Τουλάχιστον στην αρχή γιατί αν τύχει και ξεθωριάσει ο έρωτας αρχίζουν οι αναχωρήσεις. Κάποιος φεύγει, κάποιος μένει. Κι η παρέα μετράει απουσίες. Κάποιες μεγάλες, κάποιες άλλες μικρότερες, πάντα όμως απουσίες.
Γίνεται ο έρωτας αντικείμενο προς εκποίηση, ποιος θα κρατήσει ποιον, ποιος θα μιλήσει σε ποιον, ποιος θα πάει στη μία πλευρά, ποιος στην άλλη. Δεν επιτρέπεται, λένε, να κάνεις παρέα με εκείνον που πλήγωσε τον φίλο σου, δεν επιτρέπεται καν να του μιλάς κι αν τύχει και τυχαία τον συναντήσεις στον δρόμο, να του γυρίσεις την πλάτη. Να μην τολμήσει να πατήσει σε γνώριμα στέκια, να μην έρθει στη συναυλία, να μην πάει καν στη συνάντηση παλιών συμμαθητών.
Στους κρυφούς έρωτες, τους ανεκπλήρωτους, τους μονόπλευρους τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Κάποιοι ξέρουν, κάποιοι όχι. Αυτά που όλοι μοιράζονταν πριν, γίνονται απογευματινά τηλεφωνήματα και ψίθυροι σε κάποια κατάλληλη στιγμή με μουσική στη διαπασών. «Μου είπε», «δε μου είπε», «τον κοίταξε», «δεν την κοίταξε» κι όλοι να παίζουν γύρω απ’ το παιχνίδι αν τελικά και πότε θα γίνει κάτι.
Κάποτε οι ψίθυροι μεγαλώνουν και γίνονται φωνές. Φωνές που δε στηρίζουν πάντα την επιλογή εκείνου που δε γουστάρει γιατί με την επιλογή του πληγώνει, γιατί στεναχωρεί έναν φίλο, γιατί άλλα δείχνει κι άλλα κάνει ή γιατί έτσι νομίζουν οι τρίτοι. Αρχίζουν οι συζητήσεις και τα μεγάλα λόγια. Κάποιος παρεξηγείται, φεύγει, κάποιος άλλος τον ακολουθεί, κάποιος άλλος μένει στη μέση και κάποιος στη θέση του.
Η μία παρέα γίνεται πολλές. Ακολουθούν λόγια, αμπελοφιλοσοφία, μηνύματα και στο τέλος ένας καυγάς. Ένας καυγάς μεγάλος. Με παρεξηγήσεις, με από εδώ, με από εκεί και στο τέλος τίποτα.
Και διαλύονται οι παρέες και σπάνε, γίνονται μικρά-μικρά κομματάκια που δεν μπορείς να τα ενώσεις όσες προσπάθειες κι αν κάνεις. Ακόμα και να τα καταφέρεις -κάποτε, μετά από χρόνια- να τα κολλήσεις, οι ρωγμές θα φαίνονται σε κάθε συνάντηση, σε κάθε τσίπουρο, σε κάθε στην υγεία μας, σε κάθε τραγούδι που θα θυμίζει.
Γιατί οι έρωτες είναι αερικά, δαίμονες και κάποιες φορές μπερδεύονται στα καθημερινά κι αντί να μοιράζουν αγάπη, μοιράζουν θυμό. Θυμό που διασπά εκείνους που τους ζουν, αλλά και τους γύρω τους. Θυμό για τους φίλους, θυμό για τις στιγμές, για τα ανεκπλήρωτα και για τα εκπληρωμένα που τελικά δεν έγιναν όπως κάποιοι τα φαντάζονταν. Γιατί οι έρωτες δεν είναι άγιοι κι αυτοί που τους ζήσανε δεν είναι αθώοι.
Αλλά κι οι φιλίες, δεν είναι πάντα ανυπέρβλητες, ούτε οι παρέες είναι εξ ορισμού ένα σύνολο πραγματικών φίλων, αλλά ένα σύνολο διαφορετικών ανθρώπων που μοιράζονται κοινές δραστηριότητες, επιλογές, χρόνους, όχι όμως τον εαυτό τους, οπότε και το παραμικρό εμπόδιο μπορεί να τους διασπάσει να τους κάνει όπως πριν, μονάδες.
Ύστερα οι ίδιες μονάδες θα γνωρίσουν κάποιους άλλους με τα ίδια ενδιαφέροντα και θα ξαναφτιάξουν μια παρέα κι έτσι για κάποιους δεν έχει κόστος, για κάποιους άλλους με συναισθήματα, έχει.
Απ’ την άλλη, όλα περνούν, όλα διορθώνονται, όλα γίνονται όπως πριν αρκεί να το θέλουμε. Αυτό κρατήστε. «Όλα στραβά γινήκαν και όλα είναι ωραία» που λέει κι ο Θανάσης, τα υπόλοιπα θα τα βρούμε αν προσπαθήσουμε.
Επιμέλεια Κειμένου Πέννυς Πηττά: Πωλίνα Πανέρη