Τους είδα τους ανθρώπους μου. Χρειάστηκε χρόνος, κουβέντες, λύπες, χαρές, τραγούδια αγκαλιά σε παραλίες, κλάματα και παρηγοριές μια νύχτα κάπου με μουσικές, ποτά, γέλια μεθυσμένα και πολλές στιγμές, άλλες καλές, άλλες κακές, δεν το εξετάζω. Αλλά τους είδα τους ανθρώπους μου.

Μπερδεύτηκα, χάθηκα, στριφογύρισα σε σκέψεις κι αναλώθηκα σε αποφάσεις που άλλες φορές ήταν για καλό κι άλλες για κακό, αλλά τους κατάλαβα, τους ξεχώρισα και τους κράτησα.

Ανακατεύτηκα με αλεξιπτωτιστές φίλους, περαστικές αγάπες, καμένα τσιγάρα, νύχτες που μοιάζανε καλές, προοπτικές που δεν ήρθαν ποτέ, οπτικές που δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα, αλλά τελικά στο τέλος τους βρήκα. Στην ουσία δεν τους είχα χάσει ποτέ, αλλά ήταν κι εκείνα τα μαύρα γυαλιά που με μπέρδεψαν.

Έδειχναν τα χαμόγελα πλατιά, μεγάλα και πολλές φορές αληθινά. Έδειχναν τους ανθρώπους ατόφιους, κανονικούς, αγαπημένους, τις αγκαλιές ζεστές, τα λόγια ισάξια των συναισθημάτων. Μα πόσο περίεργα γυαλιά. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τα φόρεσα. Αφού ούτως ή άλλως δε μου πήγαιναν ποτέ.

Με έκαναν να δείχνω μεγάλη, σχεδόν μεσόκοπη κυρία κι ας ήμουν το πολύ τριάντα. Για καιρό πίστευα ότι ταίριαζαν στην καθημερινότητά μου, ότι ήταν ένα με εμένα, ότι δεν τα φόρεσα ποτέ, ότι γεννήθηκα με αυτά. Κόλλησαν επάνω μου και με χαλούσαν χωρίς να έχω καταλάβει ότι αυτά ευθύνονταν για όλα. Τώρα που το σκέφτομαι, ήταν θέμα ευθύνης∙ δικής μου που τα δέχτηκα. Εκείνα, άλλωστε, ήταν άψυχα, παραμορφωτικά ίσως κι άχρηστα καλοφτιαγμένα γυαλιά.

Γι’ αυτό το τελευταίο ακόμα δεν είμαι σίγουρη. Ίσως αν δεν τα είχα φορέσει να μην ήμουν όπως σήμερα, να ήμουν αλλιώς, να μην ήμουν εγώ, να μην ήμουν εδώ. Είμαστε αυτά που ζήσαμε, αυτά που μας πλήγωσαν, αυτά που αγαπήσαμε, αυτά που μας εξαπάτησαν με τζάμια μπροστά ή όχι.

Αρκεί, όμως, μία στιγμή. Μια στιγμή με σφοδρή καταιγίδα και σύννεφα. Τότε δεν τα χρειαζόμουν τα γυαλιά, μου σκοτείνιαζαν ακόμη περισσότερο την ημέρα μου και τα έβγαλα. Τα πέταξα κι από εδώ πάνε κι οι άλλοι. Βέβαια, οι άλλοι όταν έβγαλα τα γυαλιά άλλαξαν ξαφνικά. Μίκρυναν οι αγκαλιές, γίνανε σατανικά τα χαμόγελα και φάνηκαν τα λόγια πισώπλατες μαχαιριές, ώσπου ξαφνικά εξαφανίστηκαν οι άνθρωποι.

Ή εξαφανίστηκαν ή τους αποχωρίστηκα μόνη. Σε μια αποχώρηση αναγκαστική από εκείνη που αντιλαμβάνεσαι ότι δεν ταιριάζεις στο χώρο και πρέπει να φύγεις, γρήγορα, βιαστικά και χωρίς καληνύχτες και χαιρετούρες σε σταθμούς κι αεροδρόμια. Μάλλον εκείνη η μέρα καταιγίδας ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόμουν για να μου τονίσει πόσο χαζή στάθηκα τόσα χρόνια που δεν τα αποχωριζόμουν τα βρομογυαλιά.

Πλάνη κι άνθρωποι. Ουσίες κι ανούσιες καθημερινές δυσπλασίες συναισθημάτων. Κολλημένες επάνω μας κι ας μην τις αναζητήσαμε ποτέ. Από ανασφάλεια, από εγωισμό ή από αδυναμία. Δεν εξετάζω τους λόγους πια, αλλά το αποτέλεσμα. Κι αυτό δεν αλλάζει, όσο κι αν δικαιολογήσεις ανθρώπους, όσο κι αν προσπαθήσεις να κερδίσεις με σημαδεμένη τράπουλα, όσα «δεν πειράζει» κι αν πεις, όσες ευκαιρίες κι αν δώσεις.

Τέλος πάντων, για τους ανθρώπους μου έλεγα που βρήκα. Εκείνους, δηλαδή, που δεν είχα χάσει ποτέ, αλλά ζαλισμένη απ’ τις καταχρήσεις δεν έβλεπα. Όχι επειδή δεν ήθελα. Έτυχε. Είχαν κάτσει πλάι μου, ακριβώς δίπλα μου κι εγώ κοίταζα μπροστά και πίσω. Ούτε αριστερά ούτε δεξιά.

Εκεί, όμως, ήταν όλοι. Η οικογένεια μου, οι φίλοι οι πραγματικοί, εκείνοι που μ’ αγάπησαν και ποτέ δεν μπήκαν μπροστά. Από φόβο μην εμποδίσουν κάνα όνειρο, μη φανεί η παρουσία τους αδιάκριτη, μην κόψουν την τύχη μου, μη λυπηθώ αν χάσω αυτά που αγαπούσα, μην αφήσουν κενή τη θέση στο πλάι και μπει κανένας άλλος εκεί και τους πάρει τη σειρά, μη στραβοπατήσω και δεν είναι στη θέση τους να με κρατήσουν και χτυπήσω.

Ακόμα εκεί στέκονται όλοι, σε παράταξη. Για να μη νιώσω μόνη, για να είναι συνένοχοι στις επιλογές μου, για να κλείσουν τα όρια γύρω-γύρω μην τυχόν και περάσει ο εχθρός πίσω μας και δεν τον δούμε. Άλλαξα αριθμό. Γύρισα στον πληθυντικό ή μάλλον γυρίσαμε. Γιατί εγώ δεν είμαι εγώ. Είμαι οι άνθρωποι που είναι δίπλα μου. Μόνο που τώρα τους βλέπω, τους αισθάνομαι, κρατάω τα χέρια τους.

Και δε με νοιάζει αν θα ξαναφορέσουμε γυαλιά, αν θα ξαναπέσουμε στους λάθος ανθρώπους, αν θα πληγωθούμε, αν θα πονέσουμε γιατί θα το ξεπεράσουμε παρέα και δε θα νιώσω μοναξιά. Ούτε εγώ ούτε εσύ. Ειδικά τώρα που ξέρουμε ότι είναι εκεί για τα καλά μας και για τα άσχημά μας.

Είναι εκεί κι αυτό από μόνο του φτάνει για να αντέχουμε.

 

Αφιερωμένο σε εκείνους που μας πλήγωσαν αλλά περισσότερο σε εκείνους που μας αγάπησαν και είναι ακόμη εδώ.

Συντάκτης: Πέννυ Πηττά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη