Ο φόβος είναι συναίσθημα καταστροφικό, γένους αρσενικού βλέπεις.

Είναι συναίσθημα που σε δένει. Σε δένει πολύ σφιχτά και σε κρατάει εκεί που θέλει εκείνος.

Γιατί είναι κτητικός ο φόβος. Κτητικός και ολίγον τι εγωιστής.

Δεν λογαριάζει τις δικές σου επιθυμίες.

Μπαίνει μπροστά σε κάθε όνειρό σου και το καταδιώκει. Ανοίγει απέναντί του έναν άνισο πόλεμο και όταν έρθει η τελική πτώση, εκείνος φεύγει. Βολεύεται πολύ καλά στα εσώψυχα σου και περιμένει την επόμενη ευκαιρία για να κάνει την εμφάνισή του. 

Η ζωή από την είναι άλλη πονηρή, γένους θηλυκού βλέπεις, κάνει συμμαχία, με αυτόν τον καταραμένο.

Συμμαχεί και τότε, με τα ξόρκια της από γενναίο πολεμιστή, όπως θα ήθελες να είσαι, σε μεταμορφώνει σε ένα μικρό, τοσοδούλι ανθρωπάκι, ανίκανο και ανήμπορο να την αντιμετωπίσει.

Σε κάνει θεατή στην παράσταση της ίδιας της ζωής σου.

Και εκείνη κυλάει μέρα με την μέρα και τότε ο σύμμαχος της ξαναβγαίνει για μάχη παίρνοντας για όπλο του το χρόνο.  Τον τρέμεις και αυτόν έτσι όπως κυλά. Ανελέητος εχθρός και αθόρυβος ο χρόνος. Περνάει από επάνω σου χωρίς να τον αντιληφθείς. Είναι συνέχεια παρόν και μέρα με την μέρα σου αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά, διώχνει την ανεμελιά σου και δίνει στη θέση της την ωριμότητα. Όμως εσύ δεν θέλεις να μεγαλώσεις.

Κάπου εκεί αυτός ο σαδιστής που επιμένει να σε κρατάει πίσω, εμφανίζει ακόμα ένα όπλο του. Τότε είναι που αρχίζεις να άγχεσαι για το «για πάντα». Τρέμεις, να αφεθείς, στην αίσθηση ενός συναισθήματος που μπορεί να κρατήσει στην αιωνιότητα και αναπνέει σε πολλές σχέσεις τις ζωής σου. Πιστεύεις ότι θα σε κουράσει, ότι θα είναι ανιαρό.  

Βάζεις όπισθεν και κινείς προς αντίθετη κατεύθυνση, αντί να προχωρήσεις μαζί του έως το τέλος.

Άλλωστε δεν γνωρίζεις ποιο είναι το τέλος. Άλλο ισχυρό όπλο και αυτό. Σου δημιουργεί ανασφάλεια, σε ταράζει, σε κάνει να αναζητάς να ψάχνεις.

Χάνεις το παρόν προσπαθώντας να ανακαλύψεις ένα άγνωστο μέλλον.

Αναρωτιέσαι, πώς και αν θα τελειώσει αυτή η σχέση, αυτή η δουλειά, η ζωή σου. Είναι και αυτή η περιέργειά σου ποτέ δεν σε αφήνει ήσυχο και καταλαμβάνει τις σκέψεις σου. Θελεις να τα γνωρίζεις όλα. Θέλεις να τα ελέγχεις όλα.

Το ίδιο περίεργος όπως τότε που ήσουν παιδί. Θυμάσαι; Ήσουν μικρός και γενναίος ατρόμητο σε φώναζαν τα άλλα παιδιά. Μιλούσες για ιππότες, οι πρίγκιπες δεν σε συγκινούσαν. Ήταν πολύ δειλοί για εσένα. Είχες την περιέργεια να ζήσεις, να ανέβεις σε ένα φανταστικό άλογο και να ταξιδέψεις την ζωή.

Όμως δεν έκανες το ταξίδι που είχες υποσχεθεί, φοβόσουν τους ανθρώπους που χαμογελούσαν. Δεν έσπασες τις αλυσίδες σου για να τρέξεις μαζί τους, να αφεθείς, να βουλιάξεις χωρίς να σε νοιάζει η συνέχεια.

Έμεινες σταθερός στην αδιάφορη δουλεία σου και στο καθ’όλα σωστό για τους άλλους σπιτάκι σου.

Οι άνθρωποι που χαμογελούσαν ήταν πουλιά, δεν έμεναν στάσιμοι, δεν προσέφεραν σιγουριά. Προτίμησες να μείνεις χωρίς ταξίδι και δεν τους ακολούθησες, όχι γιατί το θέλησες. Για ακόμα μια φορά ο φόβος εμφάνισε ακόμα ένα όπλο του.

Σκεφτόσουν ότι θα μείνεις μόνος. Μόνος από φίλους, συγγενείς, καθώσπρέπει σχέσεις και συναναστροφές. Δεν κατάλαβες μέσα στον παραλογισμό σου ότι η μεγαλύτερη μοναξιά είναι εκείνη της κλειδωμένης σε βαλίτσα και καταχωνιασμένης στο υπόγειο ψυχής.

Μόνη σε όνειρα που δεν έκανε. Η μοναξιά της ζωής σου σε τρομάζει αλλά η μοναξιά της ψυχής, σου ήταν αδιάφορη. Τα δεσμά εκείνου που σε κρατούσαν πίσω, στεκόταν πάλι εκεί, χαμογελώντας ειρωνικά, τα είχε καταφέρει.

Είναι τόσοι οι φόβοι της ζωής σου, πάρα πολύ αμέτρητοι. Ξέρεις γιατί είναι αμέτρητοι; Γιατί το μυαλό σου τους επιτρέπει να είναι.

Τους μακιγιάρει πολύ καλά σε «θέλω» και τους κάνει να φαίνονται όμορφοι, ιδανικοί. Μέσα σου γνωρίζεις ότι δεν είναι. Φτιάχνεις τον θεατρικό σου γυάλινο άφθαρτο κόσμο και κλείνεσαι μαζί με τους φόβους σου μέσα.  Και αυτοί πληθαίνουν και γιγαντώνονται.

Τόσο καιρό σαν μαριονέτα με πολύ λεπτές κλωστές δεμένες περίτεχνα επάνω σου, που όμως ποτέ δεν σήκωσες το κεφάλι σου να τις δεις.

Πούλησες τα όνειρά σου για να αγοράσεις μια συμβατική ζωή. Δεν είδες ούτε τους υπόλοιπους που είχαν τις ίδιες κλωστές. Σαν το ψάρι που δεν κοιτάει ποτέ επάνω, έτσι ήσουν και εσύ.

Δεν τις είδες, απλά μου λες.

 

Συντάκτης: Πέννυ Πηττά