Ο έρωτας, που κατάντησε βαρυποινίτης με μια μπάλα να βαραίνει τα βήματά του. Που εκφυλίστηκε, που έγινε πρόχειρος, γρήγορος, πληρωμένος. Που εντάχθηκε σε συλλογές ερωτικών παρτενέρ χωρίς συναίσθημα και μπήκε σε οικογενειακές βόλτες χωρίς ίχνος πάθους. Που λίγοι τόλμησαν να τον ξεγυμνώσουν κι όσοι το έκαναν στο τέλος άρπαξαν τα ρούχα τους και ντύθηκαν γρήγορα.

Για εκείνον τον έρωτα, που σε μια εποχή πηγμένη από χρήσιμους ηλίθιους, βρέθηκε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος να είναι ένας απ’ τους λίγους ουσιαστικούς, που μίλησε χωρίς ντροπή κι ενοχές.

Μίλησε για εκείνο που το σκεφτόμαστε αλλά φοβόμαστε να το εκφράσουμε. «Όταν η καύλα χτυπάει στο μυαλό, καλύτερα η προστυχιά παρά η τρέλα».

Οι δήθεν, τον αποκάλεσαν ιδιότροπο γεροξεκούτη, οι πιο εξευγενισμένοι επιτηδευμένα εκκεντρικό κι όμως είναι εκείνος που κατάφερε να θέσει στις λέξεις μαγκιά, να τις βάλει στη σειρά που τους αρμόζει. Λίγες σκέψεις, μερικά ποιήματα κι όλη η πραγματικότητά μας κλεισμένη μέσα σ’ αυτά.

Είναι ο ίδιος που σαμποτάρει την τηλεόραση, στριμώχνει τους δημοσιογράφους και δεν καταδέχεται κανένα απ’ τα βραβεία που ήθελαν να του απονείμουν αποκαλώντας τα καλλιτεχνικά σκουπίδια. «Το φαντάζεσαι;» όπως θα έλεγε κι ο ίδιος.

Είναι η ρεαλιστική φωνή που εναντιώνεται στα κατεστημένα ραδιοφωνάκια που ακούμε.

Είναι εκείνος που δεν ανέχτηκε να προστεθεί στη μάζα η νεολαία και τη διαχώρισε. Μίλησε για την εποχή μας πριν ακόμα αντιληφθούμε αυτό που θα ακολουθούσε, «παράξενα παιδιά, προτιμούν να καυλώνουν εξ αποστάσεως παρά εξ επαφής» πόσο προφητικά τα λόγια του.

Είναι εκείνος που έδωσε στον έρωτα την πραγματικότητα που είχαμε ξεχάσει. «Έχουμε την εντύπωση, φοβούμαι, ότι το παν είναι ο έρωτας που γίνεται απ’ τον αφαλό και κάτω· όλοι νομίζουν ότι έρωτας είναι να κατεβάσεις τα βρακιά», είχε πει σε συνέντευξή του, αναφερόμενος στον κυκεώνα του εύκολου σεξ, που έχουμε δημιουργήσει, σε νύχτες με ιδρώτα χωρίς συναίσθημα που βλέπουμε μόνο τη σάρκα και ξεχνάμε το πρόσωπο. 

Απ’ την άλλη εάν τύχει και νομίσουμε ότι μας βάρεσε κατακούτελα θα βγούμε να το βροντοφωνάξουμε, να μπούμε σε όλους εκείνους τους ελεύθερους που δε στάθηκαν τόσο τυχεροί. Να κραυγάζουμε την ευτυχία μας και να κάνουμε τους υπολοίπους να νιώθουν τόσο λίγοι σε αυτό που ζούμε. Στην εποχή της λεζάντας ζούμε άλλωστε. «Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά, έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας, ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας, κοκκινίσατε άραγε για τη τόση ευτυχία σας, έστω και μια φορά; Είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή για τους απεγνωσμένους;»

Όμως εκείνος είναι ίδιος για όλους «Σαν τον καφέ είναι ο έρωτας άλλοι τον προτιμούν βαρύ γλυκό, άλλοι τον θέλουν με ολίγη, οι πιο πολλοί τον πίνουν μέτριο κι όλοι το ίδιο τον πληρώνουν».

Γιατί όσο κι εάν πιστεύουμε, ουτοπικά ότι θα πραγματοποιήσουμε όλα τα όνειρά μας στα μάτια ενός προσώπου το κενό της αλήθειας με την πραγματικότητα είναι χαώδες. Όπως είχε πει και ο Χριστιανόπουλος σε συνέντευξή του «Δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι έρωτες, μωρό μου. Και μάλιστα είμαι σίγουρος και για τη διάρκειά τους. Ένας έρωτας βαστάει το πολύ-πολύ δύο χρόνια. Στα δυόμιση δεν αντέχει, δεν πάει ποτέ.». Ακούγεται ματαιόδοξο, όμως είναι τόσο αληθές στην εποχή μας. Εξαιρέσεις σίγουρα υπάρχουν αλλά λίγες.

Ο Χριστιανόπουλος που μπέρδεψε τη μοναξιά στις λέξεις του. Που την ξεγύμνωσε στην ποίησή του κι εκείνη αποτυπώθηκε σε εικόνες, έγινε viral στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από τύπους που ούτε τη μοναξιά έχουν γνωρίσει αλλά και τον ίδιο τον Χριστιανόπουλο αγνοούν. «Αφαίρεσε τη νύχτα από τα μάτια σου- Πώς να παλέψω μόνο με τους δύο σας».

Εκείνος που δήλωνε ότι η επίδειξη αγάπης είναι ενοχλητική κι αρκέστηκε στο να τη γράψει σε στίχους «Δεν μπόρεσα να σ’ αντικαταστήσω με κανέναν. Όχι γιατί ήσουν αναντικατάστατος απλώς γιατί από έρωτα σε έρωτα πάντα μεσολαβεί λίγο κενό.» Πόσο λίγο είναι αυτό το αρκέστηκε, μπροστά στο μεγαλείο των στίχων του, όμως.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είναι η απόδειξη ότι η ποίηση υπάρχει στις μέρες μας.

Μπορεί να μην είναι εύπεπτος άνθρωπος, να είναι ενοχλητικός, μη αποδεκτός από πολλούς, αγενής κι επιτηδευμένα προκλητικός για άλλους, όμως, είναι από τους μοναδικούς που με τη γραφή του, έχει καταφέρει να μας κάνει να αναγνωρίζουμε τους χλιαρούς κι αδιάφορους έρωτες, τους προβαρισμένους οργασμούς και τις δήθεν εξομολογήσεις κι ευτυχώς για εμάς η πένα του «γεμίζει» το κενό από αυτά.

Γιατί εκείνος είναι ένας από τους λίγους κι αυτό μας αρκεί.

 

Επιμέλεια Κειμένου Πέννυς Πηττά: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Πέννυ Πηττά