Όσοι γίνονται γονείς κουβαλάνε πάνω τους μια κατάρα.

Κάποιοι από αυτούς πασχίζουν από χρόνια να τη διώξουν. Φωνάζουν για ζακέτες τα κρύα βράδια, περιμένουν με το ρολόι πίσω από τις πόρτες ξημερώματα Σαββάτου μετρώντας λεπτά, μαγειρεύουν πατάτες με κρέας τις Κυριακές, περιμένοντας τα παιδιά να γυρίσουν από αλάνες.

Πολεμούν πολλοί για να διώξουν αυτή την κατάρα. Δίνουν τόσα συναισθήματα, ανησυχούν, γεμίζουν ρυτίδες τα πρόσωπά τους.  Όχι από υποχρέωση, αλλά από αγάπη.

Όμως αυτή είναι πιο δυνατή, μεγαλώνει με τα χρόνια, εξελίσσεται. Τα παιδιά μεγαλώνουν και αυτονομούνται, ξεχνάνε και χάνονται.  Δεν έχουν ανάγκη από ζακέτες, από αγκαλιές, από χάδια, ή ακόμη και εάν έχουν, τα καταχωνιάζουν σε υπόγεια, που ούτε οι ίδιοι δεν μπορούν να βρουν όσο κι εάν ψάχνουν.

Εκεί λοιπόν χτυπάει η κατάρα, και τότε τα παιδιά σταματάνε να παίρνουν πια τηλέφωνο τους γονείς τους. Δε χτυπάνε το κουδούνι άξαφνα της Κυριακής τα πρωινά. Δεν πίνουν καφέ μαζί τους. Δεν τους θεωρούν απαραίτητους στα σημαντικά.

Στριμώχνουν σε κούτες στο πατάρι τα συναισθήματα, μαζί με τα παιδικά παιχνίδια. Ξεχνάνε τα δάκρυα χαράς των γονιών τους όταν έλεγαν ποιήματα στο σχολείο. Ξεχνάνε την αγωνία τους όταν έδιναν Πανελλήνιες. Τις αγκαλιές που χώνονταν όταν φοβούνταν το σκοτάδι και τις Κοκκινοσκουφίτσες που κυκλοφορούσαν στα παιδικά τους δωμάτια.

Βασανίζονται σε ανούσια και χάνονται στα σημαντικά. Δε ζωγραφίζουν πια καρδούλες στα γενέθλια των γονιών. Δε φωνάζουν «σ’αγαπώ», το θεωρούν αυτονόητο. Δεν τρέχουν να ξαπλώσουν ανάμεσά τους στο διπλό κρεβάτι.

Όσοι γίνονται γονείς, κουβαλάνε επάνω τους βαρύ φορτίο.

Το φορτίου του να σε ξεχνάνε. Του να γίνεσαι ο ίδιος φορτίο. Να μην χωράς στις γιορτές γιατί οι ρυτίδες σου γίνονται ντροπή για τους άλλους. Τα αστεία σου ανιαρά, η κουζίνα σου άνοστη.

Δε ζυγίζεται το φορτίο αυτό. Ιδιαίτερα όταν τα παιδιά σου έρχονται να σε δουν από υποχρέωση. Μισή ώρα με το ρολόι και ύστερα πάντα βιαστικά να φεύγουν για κάτι καλύτερο που τα περιμένει. Να μπαίνεις σε δεύτερη, ίσως και τρίτη μοίρα. Βαραίνουν οι ώμοι, καμπουριάζουν οι άνθρωποι, δακρύζουν. Γίνονται βαρετοί.

Όμως δεν παραπονιούνται ποτέ. Δεν ζητάνε και δεν απαιτούν. Ούτε φιλάκια να περάσει, ούτε κάποιον να κουβαλήσει μαζί τους το βάρος. Δεν ζητάνε καν να αποδεσμευτούν από αυτό το βάρος.

Χαίρονται που το έχουν γιατί τα παιδιά τους δεν τους έχουν πια ανάγκη. «Μεγαλώσαν» λένε νοσταλγικά και σε αυτή τη λέξη κρύβουν όλες τις δικαιολογίες για εκείνα.

Όσοι γίνονται γονείς, είναι καταδικασμένοι να νιώσουν μόνοι.

Να αποδεχτούν την ενηλικίωση του παιδιού τους. Να ζήσουν την ημέρα που θα το βοηθήσουν να κουβαλήσει τη βαλίτσα του σε άλλο σπίτι. Να χαμογελάσουν για την απώλεια, να νιώσουν το σπίτι τους να αδειάζει και παρ’ όλ’ αυτά να σταθούν δίπλα του χωρίς εγωισμούς.

Να νιώσουν μοναξιά τα βράδια, να μην έχουν λόγο να κοιτάξουν πια το ρολόι. Να μην ακούσουν τη φωνή των αγαπημένων τους παιδιών. Να μην καβγαδίσουν μαζί τους, να μην αγκαλιαστούν καν.

Να μείνουν σε ένα σπίτι που το παιδικό δωμάτιο θα στοιχειώνεται από αναμνήσεις και θα αδειάζει. Θα το βάψουν, θα το καθαρίσουν κι ας παραμένει άδειο.

Όσοι γίνονται γονείς περιμένουν πάνω από ένα τηλέφωνο. Εκείνο όμως δεν χτυπάει και εκείνοι δεν θέλουν να ενοχλούν. Γίνονται διακριτικοί, σχεδόν αόρατοι.

Αυτοί όμως οι αόρατοι έχουν τόση πολύ ανάγκη από αυτά που δε θα διεκδικήσουν ποτέ.

Μήπως ήρθε η ώρα να τα δώσουμε;

Να τους τηλεφωνήσουμε, να τους πάρουμε παγωτό όπως εκείνοι όταν ήμασταν παιδιά. Να τους πάμε για καφέ μια Κυριακή μεσημέρι, να μοιραστούμε μαζί τους εκείνα τα εισιτήρια για το θέατρο που κερδίσαμε τις προάλλες.

Να τους πούμε πόσο υπέροχοι άνθρωποι είναι και πόσο σημαντικοί και πως «το θέλω τη μαμά μου» ή το «πού είναι ο μπαμπάς;» μας απασχολεί ακόμα και ας μην το δείχνουμε πια.

 

Αφιερωμένο στους γονείς όλου του κόσμου και περισσότερο στους δικούς μου.

Συντάκτης: Πέννυ Πηττά