Με τη Μαρίνα και τη Μελίνα μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονία. Ήταν απ’ αυτές τις φίλες που αποκτάς στα παιδικά σου χρόνια και κρατάς για μια ζωή.

Τα κορίτσια ήταν μονοζυγωτικά δίδυμα και απόλυτα όμοιες.

Δύσκολα μπορούσε να τις ξεχωρίσει κανείς.

Η μητέρα τους είχε την εμμονή να τις ντύνει με τα ίδια ρούχα, να τις χτενίζει ίδια, να τους αγοράζει τις ίδιες σχολικές τσάντες.

Συναναστρεφόμενος μαζί τους, ένιωθες να βρίσκεσαι σε μία συνεχή σύγχυση, καθώς ήταν σχεδόν αδύνατο να είσαι σίγουρος με ποια από τις δύο μιλάς.

Ήταν κι αυτά τα ονόματα που ηχούσαν ίδια, μπερδευόσουν.

Φώναζες τη μία, απαντούσε η άλλη. Για τη γειτονιά, τα δύο κορίτσια ήταν «τα δίδυμα».

Τα μονοζυγωτικά δίδυμα γεννιούνται με το ίδιο γενετικό υλικό, με μόνη διαφορά τα δακτυλικά τους αποτυπώματα. Παρ’ όλα αυτά, είναι δύο ξεχωριστές προσωπικότητες.

Μιλάμε για δύο διαφορετικούς ανθρώπους, με διαφορετικές ανάγκες, διαφορετικούς χαρακτήρες, ξέχωρα όνειρα.

Λένε ότι το παιδί που θα γεννηθεί πρώτο, είναι  εκείνο που συνήθως αποκτάει πιο δυναμικό χαρακτήρα.

Αυτό αποτελεί την πρώτη αντίθεση στην ομοιότητα τους.

Η Μαρίνα αντίκρυσε τον κόσμο πρώτη από τις δύο, με διαφορά μόλις τριών λεπτών από την αδερφή της.

Πρώτη συνέχισε να είναι σε όλα και στα μετέπειτα στάδια της ζωής της.

Πρώτη, περπάτησε, πρώτη πήγε σχολείο, πρώτη βρέθηκε αντιμέτωπη με την εφηβική της ηλικία, πρώτη ερωτεύτηκε.

Η Μελίνα ακολουθούσε.

Ερχόταν πάντα δεύτερη και πάντα σα να ακολουθεί τη σκιά της αδερφή της.

Μοιράζονταν τα πάντα, όμως ο χαρακτήρας τους ήταν τόσο διαφορετικός, που απορούσε κανείς πώς κατάφερναν να συνυπάρχουν σε κοινές στιγμές.

Η Μαρίνα αγαπούσε την ρόκ μουσική και ήταν πνεύμα ασυμβίβαστο.

Δεν έκανε υποχωρήσεις και ξεπερνούσε τα όρια, προκειμένου να πάρει αυτό που ήθελε απ’ τη ζωή.

Η Μελίνα από την άλλη, είχε αφοσιωθεί στην κλασσική μουσική, υποχωρούσε στην πρώτη δυσκολία και θα συμβιβαζόταν προκειμένου να μη στεναχωρήσει τους γύρω της.

«Όλα για τους άλλους», έλεγε συχνά.

Η Μαρίνα ήθελε να φύγει από τη χώρα, να τρέξει να κυνηγήσει τα όνειρα της, να γίνει εθελόντρια σε κοινωφελείς οργανώσεις. Η αδερφή της, από την άλλη, βρισκόταν ήδη σε μία συμβιβαστική σχέση και ετοιμαζόταν για έναν εξίσου συμβιβαστικό γάμο.

Τα «θέλω» των δύο κοριτσιών πάλευαν με τη σχέση τους, όμως δεν μπορούσαν να φανταστούν τη ζωή, η μία δίχως την άλλη.

Η ξεχωριστή αδερφική αγάπη, νίκησε τους αντίθετους, συγκρουόμενους χαρακτήρες τους κι ανάγκασε την ανεξάρτητη Μαρίνα να εγκαταλείψει τα όνειρα της, για να φτιάξει καινούρια κοντά στην αδερφή της.

Η διαρκής σύγκριση από την οικογένεια, σε συνδυασμό με την αντιμετώπισή των διδύμων σα να πρόκειται γι’ ανθρώπους με τις ίδιες ανάγκες και αντιλήψεις, μαζί και η απαίτηση να ‘χουν την ίδια απόδοση σε όλους τους τομείς, προκαλεί την απόλυτη εξάρτησή τους.

Το να έχεις κάπου έξω στον κόσμο το υπόλοιπο μισό του εαυτού σου, που σπάει τα καθιερωμένα της ανθρώπινης ψυχολογίας περί μοναδικότητας, είναι από μόνο του συγκλονιστικό.

Εξίσου συγκλονιστική είναι και η ιδιαίτερη δύναμη, προαίσθηση ή έκτη αίσθηση, που αναπτύσσουν αυτοί οι άνθρωποι.

Προαισθάνονται τη λύπη, τη στεναχώρια, ακόμη και τον πόνο τους.

Έχουμε διαβάσει τόσες πολλές ιστορίες για παιδιά που ανακάλυψαν το ένα το άλλο μετά από χρόνια, που πόνεσαν μαζί, που ένιωσαν μαζί, που αγάπησαν και χάθηκαν επί δύο.

Σα να μιλάμε για ένα πρόσωπο, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο.

Αυτό το «μαζί» και το «για πάντα» που μερικούς μας φοβίζει, για το 0,2% του πληθυσμού που αποτελούν τα δίδυμα μονοζυγωτικά αδέρφια, είναι η ζωή τους.

Γι’ αυτό και τα δύο κορίτσια διάλεξαν να είναι μαζί.

Μιλάμε για σχέσεις ζωής για θαύματα συμπυκνωμένα σε δυο σώματα με μια ψυχή, που τελικά, η ίδια η φύση μας το υποδεικνύει πρώτη.

Η Μελίνα σύντομα θα έφερνε στον κόσμο το πρώτο της παιδί.

Η αδερφή της ήταν σε μία φιλανθρωπική εκδήλωση εκείνο το απόγευμα.

Ξαφνικά, ένιωσε πόνους σε όλο της το κορμί και λιποθύμησε. Ξύπνησε στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου.

Ήμουν εκεί γεμάτη χαρά για να της πω, ότι η Μελίνα μας είχε γεννήσει πρόωρα το πρώτο της παιδάκι.

Δεν ένιωσε έκπληξη, μόνο χαμογέλασε. Άλλωστε το γνώριζε ήδη.

Συντάκτης: Πέννυ Πηττά