Να πάνε να γαμηθούν όλα. Πλερέζα δε θα φορέσω, ούτε θα τρέξω με δάκρυα να κρυφτώ στο μαξιλάρι μου, επειδή κάποιος με πλήγωσε.
Δε θα ασχοληθώ με τα κόμπλεξ του καθενός και κάθε φορά που κάποιος θα με πλησιάζει για να μου αραδιάσει ένα από αυτά, θα τον αποχαιρετώ χαμογελώντας. Ίσως να του βγάζω και την γλώσσα έτσι για το τρολάρισμα.
Έπαψα να ασχολούμαι γενικά. Δε ξαναστεναχωρηθώ για κανέναν και ό,τι άγχος είχα, το πέταξα σε κάδο σκουπιδιών. Δεν απαντάω στα επίμονα τηλέφωνα που κάνουν οι εισπρακτικές εταιρείες επειδή χρωστάω είκοσι ευρώ στο λογαριασμό του κινητού μου, προκειμένου να μου τα πάρουν και αυτά.
Δε δίνω σημασία στον στραβωμένο που θα μου κορνάρει στο φανάρι, επειδή έκανα το λάθος και καθυστέρησα ένα ολόκληρο δευτερόλεπτο να βάλω πρώτη και να ξεκινήσω το αυτοκίνητο.
Αδιαφορώ για τα νεύρα του προϊσταμένου μου, όταν επειδή δεν έκανε καλό σεξ με την γκόμενα το βράδυ, ξεσπάει το πρωί τα νεύρα του σε εμάς επειδή για κακή μας τύχη δεν ξύσαμε καλά το μολύβι.
Δε με απασχολεί τίποτα και κανένας.
Μάταια φωνάζει η μάνα μου να συμμορφωθώ γιατί μεγάλωσα. Της είναι δύσκολο να καταλάβει ότι δε γουστάρω να μεγαλώσω αλλά να ζω στην ανεμελιά μου; Θα παραμείνω παιδί να τριγυρνώ με τα μάγουλα πασαλειμμένα από σοκολάτες αλλά θα είμαι ευτυχισμένη κι ας λένε ότι θέλουν οι άλλοι.
Θα πετάω τα παπούτσια μου στο διάδρομο και θα βρίζω για τα κακά της μοίρας μου, όχι επειδή μ’ απασχολούν αλλά για την αλητεία της γκρίνιας. Θα βάζω το ραδιόφωνο δυνατά και θα χορεύω και ας ξέρω ότι στη γειτόνισσα δεν αρέσουν οι ροκιές.
Θα γυρίζω σπίτι το πρωί και δε θα ακούω τα σχόλια της γειτονιάς. Εκείνης της γειτονιάς που βγαίνει στο μπαλκόνι και παρατηρεί τα τεκταινόμενα, σαν να παρακολουθεί vintage σίριαλ στην παλιά τηλεόραση της ΕΡΤ. Κενή από ζωή, ψάχνοντας ένα θέμα συζήτησης πίσω από κατεβασμένες τέντες και απλωμένα χρωματιστά σεντόνια. Μετράει τα δευτερόλεπτα της ζωής των άλλων χάνοντας τα δευτερόλεπτα της δικής της ζωής.
Για αυτό επιμένω, να μην γίνω σαν και αυτούς. Να μην με απασχολεί τίποτα και κανένας. Ταμπέλα στο τι κάνω και πως νιώθω δε θα κρεμάσω, ούτε απόδοση λογαριασμού της ζωής μου θα κάνω. Της ζωή μου θα της βάζω σπίρτο και θα την καίω όποτε θέλω κι ύστερα από τις στάχτες θα τη χτίζω από την αρχή και ας είναι μετά να την ξανακάψω.
Μέσα στη σαπίλα και στους καβατζωμένους θα σφυρίζω μουσικούς σκοπούς. Δε θα αφήσω κανέναν να καβαλήσει το σβέρκο μου και να μου δημιουργήσει βάρος.
Για αυτό σας λέω να πάνε να γαμηθούν όλοι.
Οι πρώην έρωτες, οι περαστικοί που με πλήγωσαν και ύστερα εμφανίστηκαν πάλι για να τα κάνουν όλα σκατά, όταν έμαθαν ότι είμαι καλά. Οι φίλες-φίδια που εξαφανίστηκαν στα δύσκολα και στα εύκολα χόρευαν μαζί μου πάνω σε τραπέζια μοιράζοντας αδερφικές αγκαλιές. Οι γνωστοί-άγνωστοι που πέρασαν για να αρπάξουν ό,τι βρήκαν.
Εκείνος ο ένας που δεν ήταν ποτέ στην πραγματικότητα ένας, αλλά κανένας. Εκείνος που δε μοίρασε ποτέ κάτι από εκείνον ενώ ήμουν εγώ που δεν είχα κρατήσει τίποτα για μένα.
Οι αναμνήσεις που με πόνεσαν. Εκείνοι που αγάπησα και εκείνοι που δεν αγάπησα. Οι χαρούμενοι οι ξένοι που με λυπήθηκαν την ημέρα που έπεσα από το ποδήλατο, αλλά κανείς τους δεν ενδιαφέρθηκε να μου δώσει ένα χέρι να σηκωθώ. Τα χέρια που με έσπρωξαν για να κρατηθούν και εκείνα που δεν απλώθηκαν ποτέ.
Εκείνοι που κρίνουν τους άλλους και ποτέ δεν μπήκαν στον κόπο να κρίνουν τους εαυτούς τους. Οι άλλοι οι δήθεν που κυκλοφορούν με τα κινητά στα χέρια και όλα τους το «είναι» είναι μια μαρκέ μπλούζα και μία κοινοποίηση κατάσταση σας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στη Μύκονο, να πάνε να μεταναστεύσουν εκεί και να αφήσουν τους αληθινούς στην ησυχία τους.
Και για το τέλος μένουν οι καθωσπρέπει γραβατωμένοι οικογενειάρχες που κλείνουν ραντεβού με πόρνες για να ικανοποιήσουν τις ζωώδεις ορμές τους και μετά βρίζουν τις γυναίκες ότι δήθεν όλες είναι πουτάνες, ας μαζέψουν τη γλίτσα τους γιατί θα την πατήσει κανένας άνθρωπος και θα πέσει.
Να πάνε όλοι να γαμηθούν γιατί εγώ αγαπάω τη ζωή και τους αληθινούς ανθρώπους και δε θα σκάσω για κανέναν. Τα σκατά δε θα τα αφήσω να κάνουν ορειβασία στα όνειρα μου όσο και εάν προσπαθούν.