Είναι Παρασκευή βράδυ. Έχεις κανονίσει με τα παιδιά. Τι έχεις σκοπό να κάνεις; Να πάρεις το σώμα σου από τον καναπέ βαριεστημένα, να βάλεις ό,τι βρεις μπροστά σου κι έπειτα να ακολουθήσεις την παρέα σου στο γνωστό σας στέκι. Για να πιείτε τα γνωστά, όχι πολύ. Δεν είναι ώρα τώρα για μεθύσια. Να πείτε τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια. Τα δήθεν νέα σας. Μονοτονία, βαρεμάρα. Όλο αυτό το έχεις ήδη προδιαγεγραμμένο στο μυαλό σου. Πού θα πας, τι θα κάνεις, πώς θα περάσεις. Ποιους θα δεις, τι θα συζητήσετε. Το θεωρείς απόλυτο.
Αμ δε! Δε στα είπαν καλά. Δεν είναι ούτε απόλυτο, ούτε σίγουρο. Δεν είναι το μοναδικό σενάριο που πιστεύεις πως θα το δεις να πραγματοποιείται. Κανείς δε σου εγγυάται πως θα είναι μια συνηθισμένη, βαριεστημένη νύχτα που θα σε βρει έξω από το σπίτι. Ούτε εσύ ξέρεις πώς θα έρθουν τα πράγματα, ούτε εγώ, ούτε κανείς. Όμως κι εσύ μην επαναπαύεσαι. Που νομίζεις πώς τα πράγματα θα είναι μια επανάληψη των συνηθισμένων.
Ποτέ δεν ξέρεις πώς θα καταλήξει μια νύχτα που θα σε βρει εκτός σπιτιού. Οφείλεις να είσαι έτοιμος, προετοιμασμένος για κάθε ενδεχόμενο. Να είσαι ανοιχτός σε κάθε πιθανή καινούρια ιδέα, πρόταση, γνωριμία. Να κάνεις και κάτι διαφορετικό, έστω σε μικρό βαθμό, όχι σώνει και ντε ότι θα ζήσεις μια αξέχαστη νύχτα, αλλά αυτός είναι ο στόχος. Όχι το επαναλαμβανόμενο, αλλά το ξεχωριστό, το άλλο, το απρόσμενο.
Θέλουν κι οι νύχτες την τόλμη τους. Περισσότερο από τις μέρες. Το θέμα είναι να βγεις έξω και να γουστάρεις, να περάσεις καλά, να ευχαριστηθείς ό,τι κι αν σου φέρει η βραδιά, να το απολαύσεις. Να το ζήσεις. Γι’ αυτό είναι οι στιγμές, για αυτό είναι οι μέρες. Κι ειδικά οι νύχτες. Για να δημιουργείς αναμνήσεις. Να’ χεις να θυμάσαι γέλια, φωνές, τρέλα. Να μη λες πως έχασες ευκαιρίες που είχες, ενώ τις κρατούσες, τις είχες μέσα στα χέρια σου και δεν τις εκμεταλλεύτηκες.
Αυτό είναι το γαμάτο με τη ζωή. Το ότι είναι απρόβλεπτη. Δεν ξέρεις τι θα σου φέρει στο επόμενο λεπτό. Οπότε αφέσου. Χαμογέλασε στον άγνωστο που σε κοιτάει από το απέναντι πεζοδρόμιο και θα περάσετε μαζί την διάβαση, δείξε κατανόηση στο σερβιτόρο που θα ρίξει κατά λάθος το νερό επάνω σου, χαμογέλασέ του, πες του δεν πειράζει, αποδέξου τα κερασμένα σφηνάκια, κέρασε κι εσύ. Δείξε πως κολακεύτηκες στον άγνωστο που σου την έπεσε ενώ σε κοίταγε ώρα και δίσταζε να πλησιάσει, ακόμα κι αν δεν τον θες, μη γίνεις κακός αν δεν ενδιαφέρεσαι, ρίξε την χυλόπιτα ευγενικά. Μη γίνεσαι σνομπ.
Πού ξέρεις, μπορεί με τη διπλανή παρέα να κολλήσετε, να γνωριστείτε, να μιλήσετε. Να καταλήξετε μια μεγάλη παρέα. Μπορεί να μην είσαι μόνο με τους δικούς σου φίλους αλλά να γνωρίσεις κι άλλους. Εξάλλου ίσως να γνωρίσεις και το επόμενο αμόρε, που θα σε στείλει, θα σε κομπλάρει, θα σε σαγηνεύσει, θα σε ενθουσιάσει. Κι αν τα βρείτε μπορεί και να ξαναβρεθείτε. Και να ξαναβρεθείτε. Και να κυλίσει ομαλά κι επιθυμητά το πράγμα.
Γι’ αυτό σου λέω, μην επαναπαύεσαι, μη βαριέσαι. Κακό πράγμα να έχεις αρνητική προδιάθεση. Να λες «ωχ πάλι τα ίδια, μια βαρετή βραδιά». Όχι, μπορεί και να μην είναι βαρετή βραδιά. Μπορεί να είναι ένα από τα πιο αξέχαστα βράδια, που θα τα θυμάσαι με την παρέα σου για καιρό και θα τα αναπολείτε. Κάθε βραδιά ίσως και να μην είναι όπως οι συνηθισμένες, να’ χει κάτι, έστω λίγο –αν όχι το απόλυτο– που να την κάνει να διαφέρει από τις βαρετές νύχτες. Θες η διάθεση σου; Το τι θα φορέσεις; Το τι θα πιεις; Με ποιους θα είσαι; Όλα παίζουν το ρόλο τους.
Οπότε σήκω, χαμογέλα πλατιά στη νύχτα που σε περιμένει, ντύσου όμορφα, κι άρπαξε το απρόσμενο από τα μαλλιά. Και ζήσε το. Καν’ το δικό σου, κατάδικό σου. Ετοιμάσου για κάτι πρωτόγνωρο. Κι ό,τι βγει. Αρκεί να είσαι εκεί, παρών, με όρεξη, πανέτοιμος να το ζήσεις στο εκατό τοις εκατό, με όλες σου τις αισθήσεις και με όλη την τρελιάρικη διάθεσή σου.